Αν ζούσαμε στην Ιαπωνία, θα είχαν ήδη κάνει χαρακίρι τουλάχιστον οι μισοί πολίτες αυτής της χώρας.
Αλλά δεν ζούμε στην Ιαπωνία.
Αν είχαμε λίγη τσίπα -κι εμείς κι αυτοί που εμείς ψηφίζουμε-, δεν θα τολμούσε κανείς να μιλά για εκλογές τούτη τη στιγμή, και τα κόμματα θα είχαν προσφερθεί να χαρίσουν τις επερχόμενες προεκλογικές τους δαπάνες στους πληγέντες από τις πυρκαγιές.
Αλλά δεν έχουμε.
Στις 16 του Σεπτέμβρη, και σε όλες τις μέρες που θα ακολουθήσουν, το μόνο χρώμα που ταιριάζει πια είναι εκείνο που απλώνεται παντού γύρω μας.
Το απέραντο και αδυσώπητο μαύρο.
Έλαβα το παρακάτω μήνυμα με email:
ΑΦΗΣΑΤΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΣΤΑΧΤΗ. ΓΙΑΤΙ;
ΟΛΟΙ ΣΕ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ.
Τετάρτη 29 Αυγούστου, στις 7 το απόγευμα. Στην πλατεία Συντάγματος και
σε κάθε κεντρική πλατεία κάθε πόλης σε ολόκληρη τη χώρα. Φορώντας
μαύρα.
Αποδοκιμάζουμε το αίσχος χωρίς πολύχρωμες σημαίες. Πενθούμε για την
απώλεια των συνανθρώπων μας χωρίς να συνδέουμε την πρωτοφανή
καταστροφή με προεκλογικές σκοπιμότητες. Δίνουμε το παρόν και
στεκόμαστε απειλητικά απέναντι σε οποιονδήποτε επιχειρήσει να
εκμεταλλευτεί την τραγωδία για οποιοδήποτε όφελος.
Ενδεχομένως και να την πετύχετε σε κάποια παραλία, να ξεροψήνεται στους 45 βαθμούς. Θα την αναγνωρίσετε από την πολύχρωμη μπαντάνα στο κεφάλι, τα πορτοκαλί πεδιλάκια, το φραπέ στο ένα χέρι και ένα βιβλιαράκι στο άλλο. Επίσης, από την πολύ δυνατή φωνή και τα χαρούμενα χάχανα όταν θα πλατσουρίζει στο δροσερό αλμυρό νεράκι. Αλλά μην την ενοχλήσετε -ταξειδεύει incognito.
Από εδώ, θα τα ξαναπούμε όταν ανοίξουν τα σχολεία. Με καινούρια κασετίνα, χρωματιστά μολύβια και τα βιβλία της καινούριας σχολικής χρονιάς!
O Rémy είναι ένα ταλαντούχο ποντίκι! Έχει πολύ λεπτή όσφρηση και γεύση, ενώ παράλληλα είναι και καλλιτέχνης στην μαγειρική. Δεν του αρκεί να «τρώει τα σκουπίδια του», όπως στον χοντρούλη και αξιαγάπητο αδερφό του Emile και στα υπόλοιπα μέλη της πολυπληθούς οικογένειάς του, αλλά ξέρει να ταιριάξει ένα μανιτάρι με το σωστό τυρί και να το καρικεύσει με σαφράν. Η αναζήτηση του σαφράν σε μια ξένη κουζίνα θα τον οδηγήσει, μετά από πολλές περιπέτειες στην κουζίνα του Auguste Gusteau, όπου θα βοηθήσει τον ατάλαντο λαντζέρη να γίνει περιζήτητος Σεφ και να κατακτήσει την καρδιά της όμορφης και ικανής μαγείρισσας Colette. Κυρίως όμως θα αποδείξει σε όλους ότι ο Auguste Gusteau είχε δίκιο: όλοι μπορούν να μαγειρέψουν -ακόμα και ένα μικρό ποντικάκι!
Τα κινούμενα σχέδια μου άρεσαν όσο και η μαγειρική: δηλαδή καθόλου. Μετά από το Ratatouille, αναθεώρησα για τα κινούμενα σχέδια -αλλά όχι για την μαγειρική. Γιατί, όπως λέει κι ο Rémy «anyone can cook! that doesn’t mean they should!».
H ταινία είναι πολύ τρυφερή και μεταδίδει πολύ όμορφα μηνύματα, με πολύ εύστοχο τρόπο. Να μην υποτιμούμε κανέναν, όλοι μπορεί να έχουν απροσδόκητες ικανότητες. Ακόμα και ανάμεσα στους χειρότερους εχθρούς μας, μπορεί να κρύβονται φίλοι. Η ομορφιά και η ουσία στη ζωή βρίσκονται μέσα στα απλά πράγματα.
Είναι δύσκολο να συνδυάσουμε αυτό που αναμένουν οι αγαπημένοι μας από μας, με αυτό που εμείς επιθυμούμε με πάθος: δύσκολο, αλλά όχι και αδύνατο. Και γίνεται πιο εύκολο, οι αγαπημένοι μας πιστέψουν σε μας και μας αφήσουν να ανοίξουμε τα φτερά μας, ακόμα και αν διαφωνούν με τις επιλογές μας (το ακούτε όσοι είστε γονείς;).
Πάνω από όλα, βέβαια, είναι ένα απολαυστικό καρτούν, πολύ καλοφτιαγμένο, με πολύ καλή μουσική επένδυση, άπειρες στιγμές γέλιου, κι άλλες τόσες δακρύων. Όλα τα λεφτά η γαλλική προφορά των σεφ και μαγείρων, ο γευσιγνώστης Ego και η σκηνή με τα ποντίκια που μαγειρεύουν υπό τις οδηγίες του ταλαντούχου Rémy -άλλο που εγώ λάτρεψα τον Emile και ταυτίστηκα μαζί του!
Μην το χάσετε!
Το site της ταινίας είναι εξαιρετικό, αλλά πληροφορίες θα βρείτε και εδώ. Και ξέρω ήδη ποιος με ζηλεύει θανατερά που το είδα πριν από εκείνον!!
Α, και για όσους δεν γνωρίζουν τι εστί ratatouille, voilà:
Το αντιπαθέστατο το Πεπόνι, με κάλεσε να γράψω για τους αγαπημένους μου ηθοποιούς. Επειδή όμως, το Πεπόνι με εκνευρίζει τώρα τελευταία, και μολονότι έθεσε όρους, εγώ δεν θα τους σεβαστώ τους όρους του και δεν θα γράψω μόνο για πέντε ηθοποιούς. Θα γράψω για περισσότερους, γιατί δεν μπορώ να διαλέξω, και γιατί σιγά τώρα μη μας βάζει και όρια το Πεπόνι!!
Πάμε λοιπόν.
Εξωτερικού:
Ο Al Pacino είναι μακράν ο πιο αγαπημένος μου ηθοποιός ever. Έχει στοιχειώσει μπόλικα εφηβικά βράδια, με τα μάτια, τα χέρια και τη φωνή του. Θεωρώ αξεπέραστη την ερμηνεία στο δεύτερο Νονό (ακούς, Μπαμπάκη; ακόμα μου χρωστάς την ολονυχτία με τους Νονούς, δεν ξεχνάω εγώ!), και νομίζω πως ήταν αδικία που του έδωσαν το Όσκαρ για το μέτριο Scent of a woman. Αλλά τόσα ξέρουν στο Χόλυγουντ. Πολύ αγαπημένο το Sea of love, για όχι και τόσο καλλιτεχνικούς λόγους, αλλά ας είναι.
Ο Hugh Grant, για μένα είναι πολύ παρεξηγημένος, γιατί έχει πολλές δυνατότητες, αλλά τυποποιείται σε ρόλους κουτάκια και σε κλισαρισμένες κωμωδίες. Κορυφαίο το Four weddings and a funeral -με την αξεπέραστη σκηνή της ερωτικής εξομολόγησης στην (ξενέρωτη) Andy McDowell στο πάρκο. Επίσης, ο Hugh Grant αποδεικνύει πως οι Άγγλοι δεν είναι συχνά ωραίοι, αλλά όταν είναι ωραίοι, είναι πολύ ωραίοι.
Ο Andy Garcia είναι άλλος ένας εφηβικός έρωτας (αποκλείεται να υπάρχει άνθρωπος που έχει δει τον τρίτο Νονό πιο πολλές φορές από μένα, με έμφαση στη σκηνή με το ντου στο διαμέρισμα του Vincent και στη σκηνή με τα gnocchi, όπου βέβαια κάνουμε delete την ξενέρα τη Sofia Coppola και βάζουμε στη θέση της τον εαυτό μας!). Από τις αγαπημένες μου ταινίες οι Αδιάφθοροι -αλλά και ο Andy Garcia έχει τυποποιηθεί πολύ επιλέγοντας τον κλισαρισμένο ρόλο του Λατίνου γκόμενου – μπάτσου/γκάνγκστερ.
Για την Emma Thompson δεν χρειάζεται να πω πολλά. Όσοι έχουν δει το Howards End, το Remains of a day, αλλά και το Sense and Sensibility (όχι καλέ, δεν μου αρέσει καθόλου ο Ivory τι λέτε τώρα;), ξέρουν πως πρόκειται για μια καταπληκτική ηθοποιό με πολλή εσωτερικότητα και αξεπέραστες βουβές εξάρσεις.
Το μέλλον του γαλλόφωνου κινηματογράφου είναι εδώ! Για την Audrey Tautou και την Cécile de France, τα έχωξαναπεί. Αν δεν είδατε το Le fabuleux destin d’Amélie Poulain, το Auberge espagnole και το Poupées Russes, δεν ξέρετε τι χάνετε!
Εσωτερικού:
Η αγαπημένη μου ταινία όλων των εποχών, από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο είναι το Μια τρελή, τρελή οικογένεια. Αναφέρω ενδεικτικά την καταπληκτική Μαίρη Αρώνη (ήρθες Στέλιο;), την ονειρεμένη Τζένη Καρέζη (ο αρραβωνιαστικός μου – ο άντρας μου!), αλλά και τον Αλέκο Αλεξανδράκη (που κατ’εμέ ήταν ο καλύτερος ηθοποιός της γενιάς του, αλλά και σαφώς ο ωραιότερος, ο πιο κλασσάτος). Είναι, όμως άδικο να μην αναφέρω την Κατερίνα Γώγου (η οποία δεν ήταν απλά μια καλή ηθοποιός, ήταν μια πολύ εξέχουσα προσωπικότητα) και τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο.
Αν και, από αυτή την γενιά, ο ηθοποιός που ξεχωρίζω είναι ο Μίμης Φωτόπουλος. Θυμηθείτε τον «αόμματο» στην Κάλπικη λίρα, για παράδειγμα. Οι ερμηνείες του ποτέ δεν είναι κραυγαλέες, και πάντα τις διακρίνει μια υφέρπουσα γοητεία -πέρα από το ταλέντο βέβαια.
Και πώς να μην αναφέρω τον Βασίλη Λογοθετίδη; Ο Λογοθετίδης είναι η ζωντανή απόδειξη για το γεγονός ότι οι καλοί κωμικοί είναι πάντα τραγικοί κατά βάθος. Είναι πιο κατανοητό αυτό, αν σκεφτείτε την ερμηνεία του στο Ένας ήρωας με παντούφλες, για παράδειγμα.
Θα κλέψω λίγο ακόμα: πέντε έπρεπε να αναφέρω, αλλά έχω ήδη φτάσει στους έντεκα.
Για μένα η Έλλη Λαμπέτη και ο Δημήτρης Χορν είναι εκτός συναγωνισμού. Δεν είναι οι ηθοποιοί στους οποίους αναφέρεται κανείς, λέγοντας «μου αρέσει, είναι καλός». Η Λαμπέτη και ο Χορν ήταν εκείνοι που απέδειξαν πως «ηθοποιός σημαίνει φως -κι είναι καημός πολύ πικρός«, ακόμα και για μας που είχαμε την ατυχία να τους γνωρίσουμε μόνο μέσα από τις ασπρόμαυρες ταινίες.
Ακούμε την Προσευχή της Παρθένου, από τη Μελίνα Μερκούρη, σε ποίηση του Νίκου Γκάτσου και μουσική του Μάνου Χατζηδάκι, από το δίσκο «τα Παράλογα» (μιας και μνημονεύσαμε μπόλικους πεθαμένους σήμερα, τιμής ένεκεν…).
Το τρένο έφευγε στις τρεις παρά πέντε. Επιβιβάστηκε και διάλεξε μια θέση κοντά στο παράθυρο. Είχε μια κρυφή χαρά σαν παιδί που ετοιμάζεται να κάνει σκανταλιά. Δεν είχε αναφέρει σε κανέναν πως θα έλειπε για τις επόμενες δύο μέρες και δεν είχε σκοπό να αποκαλύψει σε κανέναν πού θα πήγαινε και τι θα έκανε. Είχε πολλή ανάγκη από ένα σαββατοκύριακο χωρίς να μιλήσει σε κανένα. Στο βαλιτσάκι της είχε χώσει ανάκατα ελάχιστα ρούχα, τρία βιβλία, ένα σημειωματάριο και πολύχρωμα στυλό. Της άρεσε να φτιάχνει πολύχρωμα κείμενα.
Έβαλε τα ακουστικά στα αυτιά και πάτησε το play, καθώς το τρένο ξεκίνησε να κυλάει μαλακά. Έφτασε στο Παρίσι μιάμιση ώρα μετά, αποβιβάστηκε και πήρε το μετρό από την Gare du Nord ως την Place de la République. Δεν είχε ξαναμείνει σε ξενοδοχείο στο Παρίσι, αφού ένα σωρό φίλοι της έμεναν εκεί. Αλλά αυτή τη φορά, δεν είχε σκοπό να δει κανέναν, δεν τους είχε καν ειδοποιήσει. Είχε εμπιστοσύνη στην μεγάλη πόλη, οι πιθανότητες να συναντήσει τυχαία κάποιον από τους φίλους της ήταν ελάχιστες. Άλλωστε θα φρόντιζε να κρατηθεί μακριά από τα μέρη που σύχναζαν.
Επέλεξε την Place de la République, γιατί ήξερε πως εκεί υπήρχαν πολλά ξενοδοχεία και εύκολα θα έβρισκε ένα δωμάτιο. Ήταν τυχερή, βρήκε αμέσως.
-Vous êtes toute seule?
-Oui, monsieur.*
Πήρε το κλειδί από τον ρεσεψιονίστ και ανέβηκε στο δωμάτιό της. Παράτησε το βαλιτσάκι σε μια γωνία, έκανε ένα ντους, διώχνοντας όλες τις σκέψεις και την κούραση της εβδομάδας, και ντύθηκε πρόχειρα. Έβαλε στην τσάντα της ένα βιβλίο, το σημειωματάριο και το mp3 player και βγήκε από το ξενοδοχείο χωρίς βιασύνη. Δυο μέρες δικές της, να κάνει όλα εκείνα, για τα οποία ποτέ δεν έβρισκε χρόνο, όλα εκείνα που δεν μπορούσε να μοιραστεί με κανέναν. Να διαβάζει, να γράψει, να ακούσει μουσική, να περπατήσει δίπλα στο γνώριμο και αγαπημένο ποτάμι, να πιει καφέ και να χαμογελάσει στους αγενείς σερβιτόρους**.
Ο ήλιος έλαμπε δειλά πίσω από τα τόσο χαρακτηριστικά παριζιάνικα σύννεφα. Ένιωσε την ζεστασιά της μέρας να την αγκαλιάζει και αποφάσισε να περπατήσει ως το Chateley, κι ας ήταν μεγαλούτσικη η απόσταση. Θα χάζευε τις βιτρίνες και τον κόσμο, ακούγοντας την μουσική της, έτσι κι αλλιώς δεν είχε κανένα λόγο να βιάζεται.
Δεν είχε κανένα λόγο να βιάζεται. Πόσα χρόνια είχε να το νιώσει αυτό! Δυο μέρες με τον εαυτό της, χωρίς σκέψεις, άγχη και προγράμματα. Έκανε σχέδια να επισκεφτεί επιτέλους και το Μουσείο Rodin, το μόνο μουσείο του Παρισιού που δεν είχε δει ακόμα, επειδή ποτέ δεν είχε προλάβει. Κάθε που πήγαινε στο Παρίσι, είτε για δουλειά, είτε για βόλτα, οι φίλοι της την παρέσυραν σε βόλτες και καφέδες και πάντα της έμενε το Μουσείο Rodin για την επόμενη φορά. Να την που έφτασε επιτέλους η επόμενη φορά.
Κάθησε σε ένα καφέ, διαγωνίως απέναντι από το συντριβάνι. Λοξά στα δεξιά της, ο Σηκουάνας άστραφτε στο δειλό παριζιάνικο ήλιο. Έκλεισε τη μουσική, παράγγειλε ένα καφέ και ένα κρουασάν, πέρασε τα γυαλιά ηλίου σαν στέκα στα μαλλιά της και άνοιξε το βιβλίο της. Αναστέναξε με ευχαρίστηση, καθώς έπινε την πρώτη γουλιά του καφέ.
Ο ήχος του κινητού την έβγαλε από την ονειροπόληση. «Να πάρει! Ξέχασα να το κλείσω!». Στην οθόνη είδε το όνομα μιας από τις φίλες της που έμεναν στο Παρίσι. «Merde!»*** Για ένα δευτερόλεπτο έπαιξε με την ιδέα να μην απαντήσει. Νίκησαν οι καλοί της τρόποι.
-Δεν θα το πιστέψεις! Μόλις έφτασα στο Παρίσι, είπε στη φίλη της, προσπαθώντας να κρύψει την απογοήτευσή της.
Είχε νικήσει η ειλικρίνεια. Είχαν κερδίσει οι ενοχές.
______________________________
*-Είστε μόνη σας; -Μάλιστα, κύριε.
**Οι Παριζιάνοι σερβιτόροι είναι διάσημοι για την αγένεια και την υπεροψία τους.
***Γαμώτο!
______________________________
Ακούμε Bang Bang από την Nancy Sinatra.
Βλέπουμε City in the rain του/της Artsyexistence.
______________________________
Προσθήκη – Απαραίτητο disclaimer:
Η ιστορία δεν αφορά σε εμένα προσωπικά, την «δανείστηκα», άπο άνθρωπο που γνωρίζω.
Special credits to Ρόδι. Δεν θα είχα γράψει αυτό που διαβάσατε, αν δεν είχε γράψει αυτό προηγουμένως.
Αυτός είναι ο ήλιος που ποθούσα να δω
ο έξω κόσμος βιαστικά μεγαλώνει
βιάζομαι να πετάξω και γω
στον ουρανό σαν ασημένιο μπαλόνι
Ο ορίζοντας άνοιξε σαν αγκαλιά
και γω θα τρέξω σ’ άγνωστα μέρη
Ένα μεγάλο φωτεινό καλοκαίρι
πηδάει στο δρόμο απ’ των σπιτιών τις σκεπές
είναι παιδί και με τραβάει απ’ το χέρι στο τέλος όλες οι υπόγειες στοές
βγάζουν σ’ ένα φωτεινό καλοκαίρι
Σ’ αυτήν την κατήφεια δεν χωρούσα να ζω
στους άλλους να βρίζω τα δικά μου τα χάλια
η αλήθεια μου έγινε θηλειά στο λαιμό
και η αγάπη γύρω απ’ την καρδιά μου τανάλια
Ας σβήσει απ’ το στήθος μου αυτή η σκιά όσα ο καιρός είναι να φέρει θα φέρει
Ένα μεγάλο φωτεινό καλοκαίρι…
Κι αν κάτι όλα μέσα μου τα βρίσκει λειψά
και κάθε γιορτή ένα σαχλό καρναβάλι
ας στριμωχτεί στη σκοτεινή του σπηλιά
να περιμένει το φθινόπωρο πάλι
Τώρα ο ορίζοντας άνοιξε σαν αγκαλιά
και γω θα τρέξω σ’ άγνωστα μέρη
Ένα μεγάλο φωτεινό καλοκαίρι
πηδά στο δρόμο απ’ των σπιτιών τις σκεπές
είναι παιδί και με τραβάει απ’ το χέρι κι οι σκόρπιες άκρες μου ενώνονται δες
βγάζουν σε ένα φωτεινό καλοκαίρι…
Από τότε που κυκλοφόρησε αυτό το τραγουδάκι, και ειδικά στην έκδοση του remix, αποτελεί την δική μου πεμπτουσία της αισιοδοξίας. Κάθε που έχω τις μαύρες μου, φτάνει να το ακούσω δυο-τρεις φορές, για να καταφέρω να βλέπω γύρω μου μπαλόνια χρωματιστά, ήλιους, παραλίες και παιδάκια πάνω σε στέγες. Δεν ξέρω σε τι φάση ήταν ο Φάμελλος όταν το έγραψε, ξέρω πως εγώ το άκουγα στο repeat, όταν διάβαζα για τις εξετάσεις του μεταπτυχιακού και έκανα τους Αλσατούς γείτονές μου να φρικάρουν από τα ντεσιμπέλ. Αλλά έκανα και μεγάλο καλό στον εαυτό μου.
Το ξαναθυμήθηκα, λοιπόν. Και ξανακοιτώντας τους στίχους, λέω πως, χωρίς να το ξέρει, το’γραψε για μένα. Το οικειοποιούμαι, το βάζω στο mp3 μου και μου εύχομαι να «ενωθούν οι σκόρπιες άκρες μου».
Χτες το απόγευμα, βρέθηκα στην παραλία. Για πρώτη φορά στην ζωή μου, ένιωσα ακατανίκητη επιθυμία να βουτήξω, κι ας είναι και στον αχανή Ατλαντικό, κι ας είναι το νερό παγωμένο. Μέχρι πέρισυ, ούτε να τη φτύσω αυτή τη θάλασσα. Λες να γίνομαι μετανάστης κανονικός (στις φάμπρικες της Γερμανίας / και στου Βελγίου τις στοές)?
Σήμερα, μετά από πολύ καιρό, έκανα μια βόλτα με τα πόδια στο κέντρο της πόλης. Κατέβηκα στην Porte de Namur, διέσχισα τη λεωφόρο, πέρασα κοντά στο Υπουργείο Εξωτερικών, μπήκα στο αγαπημένο μου Parc Egmont, το διέσχισα και μετά έκοψα βόλτες στα στενά του Sablon. Έχει ήλιο και ζέστη, κόσμο πολύ στους δρόμους, μαμάδες και μπαμπάδες με καροτσάκια και μωρά (αυτό το τελευταίο και να έλειπε δεν θα με χάλαγε, κάνουν φασαρία και κλείνουν τα πεζοδρόμια αναισθήτως), παιδάκια με σκυλάκια και όλα αυτά τα χαριτωμένα.
Ένιωσα πολύ διχασμένη. Μια τέτοια μέρα στην Αθήνα, δεν μπορείς να την ευχαριστηθείς. Έχει πολλή ζέστη, πολύ καυσαέριο, πολύ θόρυβο, πολλά αυτοκίνητα, πολλά νεύρα. Αλλά εδώ κάτι λείπει. Λες bonjour αντί για καλημέρα, δεν μπορείς να πιεις φραπέ και να παίξεις τάβλι, το ξέρω πως ακούγομαι σαν γραφική ελληνίδα μετανάστρια, αλλά είναι κι αυτά πολύτιμα. Το ξέρω πως γίνομαι κοινότυπη και γραφική, αλλά δεν περίμενα ποτέ να μου λείπει η Ελλάδα στις ηλιόλουστες μέρες, νόμιζα πως θα την αναζητούσα όταν γύρω θα είχε συννεφιά και βροχή. Τελικά την αναζητώ μονίμως, ξέρω πως δεν θα την έχω, παρά μόνο σε συσκευασία διακοπών μιας χρήσης, ξέρω πως θα καταντήσω typical greek του εξωτερικού, πως θα γυρίζει το μάτι μου για μια μερίδα σκορδαλιά (που τη σιχαίνομαι κιόλας), πως θα κατεβαίνω στην Ελλάδα και θα κάθομαι κάτω από τον ήλιο με τους 50 βαθμούς υπό σκιάν, μέχρι αν γίνω σαν τηγανητή μαρίδα, ενώ όλοι οι σώφρονες συμπατριώτες μου θα ψάχνουν μια σκιά.
Αλλά, νομίζω πως τελικά θα μάθω να απολαμβάνω τις βρυξελλιώτικες ηλιόλουστες κυριακές που είναι τόσο σπάνιες και που αλλάζουν την πόλη ολοσχερώς. Λίγες ακτίνες ήλιου, λίγα λιγότερα σύννεφα, το θεμρόμετρο στους 30, και όλα γύρω χαμογελούν! Όταν σου λείπει κάτι, μαθαίνεις να το εκτιμάς.
Πρέπει να χάσεις κάτι, για να συνειδητοποιήσεις την αξία του. Πρέπει να πάθεις για να μάθεις. Πρέπει να τιμωρηθείς για να μετανιώσεις.
Πρέπει να σταματήσω να σκέφτομαι και να κάνω συνειρμούς.