«[…] Η ουσία είναι ότι δεν αντέχω πια αυτή τη δουλειά. Μου πλακώνει την ψυχή.»

«Μα, τότε γιατί γίνατε γιατρός, αφού δεν αντέχετε τις αρρώστιες;» τη ρώτησα.

«Η αρρώστια είναι μόνο ένα από τα πράγματα τα οποία πρέπει να πολεμήσουμε.»

«Και τα άλλα ποια είναι;»

Σκέφτηκε. «Οι παρεμβάσεις θα ήταν ίσως η κατάλληλη λέξη.» Αλλά απέρριψε με μια χειρονομία την τροπή που θα έπαιρνε η συζήτηση. «Με συγχωρείτε, δεν θέλω να το γυρίσω σε πολιτική διάλεξη. Πρέπει να μιλήσουμε για τη Φιόνα.»

«Ή για το γιατρό Μπίσοπ» είπα εγώ. «Είναι αλήθεια;»

«Η ουσία είναι», μου είπε σκύβοντας προς το μέρος μου, «ότι δεν ωφελεί να αναζητούμε αποδιοπομπαίους τράγους. Ο γιατρός Μπίσοπ ήταν εφημερία είκοσι τέσσερις ολόκληρες ώρες. Και βρήκαν κρεβάτι όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Τρόμαξα όταν τα άκουσα όλα αυτά σήμερα το πρωί, αλλά δεν ξέρω γιατί. Όπως σας είπα, είναι κάτι που συμβαίνει συνεχώς.»

Προσπάθησα να το χωνέψω. «Οπότε… για τι είδους συνέπειες μιλάμε εμείς τώρα;»

«Δύσκολο να σας πω. Δε νομίζω ότι η πνευμονία θα εξελισσόταν οπωσδήποτε έτσι, αν την είχαν βάλει αμέσως σε θάλαμο και της χορηγούσαν αντιβίωση χτες το βράδυ.»

«Ακούστε, αν μου λέτε ότι η ζωή της…» -δεν ήθελα να το πω αυτό: έτσι και το έλεγα, υπήρχε κίνδυνος να γίνει πραγματικότητα- «ότι η ζωή της κινδύνεψε λόγω της αμέλειας κάποιου…»

«Δεν μιλάω για αμέλεια. Μιλάω για ανθρώπους που προσπαθούν να δουλέψουν σε συνθήκες οι οποίες έχουν καταντήσει αφόρητες.»

«Κάποιος πρέπει να τις δημιουργεί αυτές τις συνθήκες.»

«Την απόφαση να κλείσουν οι θάλαμοι την πήραν οι διευθυντές.»

«Ναι, αλλά με ποιο σκεπτικό;»

Αναστέναξε. «Αυτοί οι άνθρωποι δεν αισθάνονται να τους αφορά προσωπικά το νοσοκομείο. Τους έφεραν απ’έξω, με βραχυχρόνιες συμβάσεις για να ισοσκελίσουν τα λογιστικά βιβλία. Αν ισοσκελίσουν τα βιβλία ως το τέλος του οικονομικού έτους, τότε θα πάρουν μπόνους. Τόσο απλό είναι.»

«Και ποιος είχε αυτή τη φαεινή ιδέα;»

«Ποιος ξέρει; Κάποιος υπουργός, κάποιος δημόσιος υπάλληλος., κάποιος πανεπιστημιακός γκουρού που συμμετέχει σε κάποια κυβερνητική επιτροπή.»

Ένα όνομα μου ήρθε αμέσως στο νου: Χένρι.

«Αυτός είναι ο μοναδικός παράγοντας; Ο οικονομικός;» ρώτησα.

«Όχι πάντα.» Η γιατρός Γκίλεμ γέλασε πικρά. «Τις προάλλες έκλεισε κάποιο άλλο τμήμα. Ξέρετε γιατί;»

«Ελάτε, πείτε μου. Θα το πιστέψω.»

«Για τραυματίες πολέμου.»

«Μα, δεν έχουμε πόλεμο!» είπα, χωρίς να είμαι βέβαιος ότι είχα ακούσει καλά.

«Τι να σας πω, κάποιος πιστεύει προφανώς ότι θα έχουμε σύντομα, αν ο Σαντάμ δεν κάνει στην άκρη. Κι αυτό εδώ είναι ένα από τα νοσοκομεία που πήραν εντολή να δημιουργήσουν χώρο για τους λεβέντες μας στο μέτωπο.»

Δεν μπορούσα παρά να την πιστέψω, όσο απίστευτα κι αν μου φαίνονταν όλ’αυτά. Αλλά αγανακτούσα στην ιδέα ότι έπρεπε, υποτίθεται, να θεωρούμε αυτό τον πόλεμο δεδομένο: από πού προερχόταν αυτή η ανέμελη εικασία περί αναπόφευκτου; Τέλοσπάντων, υποτίθεται πως αυτός ο πόλεμος δεν με αφορούσε καθόλου, ήταν κάτι που συνέβαινε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στην άλλη άκρη του κόσμου: πίσω από την οθόνη της τηλεόρασης (δηλαδή ακόμα μακρύτερα). Επομένως, πώς ήταν δυνατόν να δεχτώ ξαφνικά ότι ήταν μια από τις δυνάμεις που είχαν συνωμοτήσει εναντίον της Φιόνας, ότι είχε κιόλας εισχωρήσει λαθραία μέσα στην άμεμπτη ζωή της; Ήταν σαν αν είχαν αρχίσει να εμφανίζονται ρωγμές στην οθόνη κι αυτή η φριχτή πραγματικότητα να ξεχυνόταν προς τα έξω: λες και το γυάλινο φράγμα είχε ρευστοποιηθεί ως διά μαγείας και, χωρίς να το καταλάβω, είχα διαβεί σαν τον Ορφέα τη διαχωριστική γραμμή. […]

Jonathan Coe, «What a carve up!» (Τι ωραίο πλιάτσικο!), Κεφάλαιο «Ιανουάριος 1991 (2)», σελ. 426-427.

Η ιδέα να ανδημοσιεύσω αυτό το συγκεκριμένο απόσπασμα από το αγαπημένο βιβλίο του Coe, ήρθε όταν διάβασα αυτό. Στο μυθιστόρημα αυτό, ο Coe εξιστορεί με μαγικό και συναρπαστικό τρόπο την ιστορία της διάλυσης του κοινωνικού ιστού και του κοινωνικού κράτους που ενορχήστρωσε ο θατσερισμός στη Βρετανία κατά την δεκαετία του ’80.  Στο απόσπασμα που υποτίθεται πως διαδραματίζεται αρχές του 1991, βλέπουμε τα αποτελέσματα της πολιτικήξς της Σιδηράς Κυρίας στον τομέα της Υγείας. Η Βρετανία διέθετε ένα υποδειγματικό σύστημα υγείας μέχρι λίγα χρόνια νωρίτερα. Για να μην έχετε απορίες, η Φιόνα είχε καρκίνο, αλλά οι εξετάσεις της «χάθηκαν» μέσα στον κυκεώνα της γραφειοκρατίας. Λίγες ώρες μετά από αυτή την κουβεντούλα του Μάικλ με τη γιατρό Γκίλεμ, η Φιόνα πέθανε. Η ιστορία είναι προφανώς φανταστική, αλλά οι θάνατοι εξαιτίας της αποδιοργάνωσης του συστήματος υγείας είναι αληθινοί -και, όπως όλοι ξέρουμε πια, ο Σαντάμ «δεν έκανε στην άκρη» και ο πόλεμος έγινε. Και αυτά τα γεγονότα δεν είναι άσχετα μεταξύ τους.

Λίγο νωρίτερα, είχα διαβάσει τα σχόλια σε αυτό το ποστ του Old Boy. Προσπαθούσα να οργανώσω τη σκέψη μου, για να σκεφτώ ένα κείμενο που θα απαντούσε σε όλα τα ανεδαφικά που διάβασα εκεί, αλλά μάλλον ο εκνευρισμός μου ήταν πολύ μεγάλος. Και μετά, δεν χρειαζόταν πια να γράψω απάντηση και αντεπιχειρήματα. Με έβγαλε από τον κόπο η Εσκαρίνα, γράφοντας αυτό και αυτό.

Να διαβάσετε οπωσδήποτε το Πλιάτσικο του Coe, αν δεν το έχετε κάνει ως τώρα. Αυτά που διηγείται τόσο αριστοτεχνικά -καθώς και αυτά που εικάζει η Εσκαρίνα-, είναι πιθανά σενάρια ενός κοντινού μέλλοντος που μας αφορά.