Είχα παιδιώθεν μια κακή εντύπωση για την Πελοπόννησο (εν γένει), τους Πελοποννήσιους (επίσης εν γένει), την Λακωνία και τους Λάκωνες πιο ειδικά. Έβρισκα τον τόπο κοινότυπο και βαρετό και τον κόσμο αντιπαθητικό, χοντροκομμένο και ελαφρώς απολίτιστο. Με τα γαλλικά και με το πιάνο μου (ψωνάρα!) όλα αυτά φυσικά δύσκολα θα συμβάδιζαν.

Μην βιαστείτε να θυμώσετε και να με θεωρήσετε προκατειλημμένη. Οι επίπλαστες και κακές εντυπώσεις υπάρχουν για να αλλάζουν και ο καλύτερος τρόπος για να αλλάξεις μια αβάσιμη εντύπωση, είναι να βρεθείς επί τόπου και να κρίνεις ιδίοις όμμασι.

Είχα βρεθεί σε διάφορα μέρη της Πελοποννήσου, κυρίως της Βόρειας και της Δυτικής. Καθότι εξ Αθηνών ορμώμενη, ήταν πάντα η εύκολη λύση για διακοπές ή μπάνιο κάπου κοντά και όχι πολύ ακριβά. Βαρετά όμως, τουλάχιστον για τότε που ήμουν παιδί.

Αν, όμως μπεις στο αυτοκίνητο, περάσεις στα γρήγορα την Αττική οδό και την Αθηνών-Κορίνθου και μετά διαλέξεις να κατέβεις την Ανατολική Πελοπόννησο παράλληλα με τα παράλια, είναι αδύνατον να μην μαγευτείς από την φύση και το τοπίο. Το βουνό και η θάλασσα εκεί είναι μια συνέχεια το ένα του άλλου, η οποία εμπεριέχει και μια αλυσίδα από μικρά χωριά, εναρμονισμένα με το τοπίο. Κυρίως τα παράλια της Αρκαδίας, αλλά και η περιοχή της Αργολίδας από το Ναύπλιο και τους Μύλους και εξής, είναι σαν μια πράσινη δαντέλα βουτηγμένη στο μπλε.

Μετά το Λεωνίδιο, ο δρόμος δυσκολεύει: «Καλώς ήρθατε στην Λακωνία», και η σήμανση είναι όχι ιδιαίτερα φιλική προς τον ξένο. Το ίδιο ισχύει και για τον ορεινό δρόμο, τον γεμάτο στροφές: ανεβοκατεβαίνεις τα βουναλάκια, το ένα μετά το άλλο και τελειωμό δεν έχουν. Οι ντόπιοι όμως είναι απροσδόκητα φιλικοί και συμπαθείς και έχουν μια αγνή διάθεση να βοηθήσουν τον επισκέπτη.  Είναι φιλόξενοι με έναν λιτό και απέριττο τρόπο.

Περνώντας από μικρά χωριά, διασχίζοντας τον Πάρνωνα, ο δρόμος στενεύει, γίνεται πιο δύσκολος και οι άνθρωποι και τα χωριά σπανίζουν. Τα τελευταία 25 χιλιόμετρα από την Κρεμαστή και μετά είναι ζόρικα, ειδικά αν οδηγείς βράδυ.

Φτάνοντας όμως στο Κυπαρίσσι, δεν θέλεις πια να φύγεις. Το χωριό είναι μικρό και αποτελείται από τρεις οικισμούς. Το χειμώνα έχει 400 μόνιμους κατοίκους, αλλά δεν έχει γυμνάσιο, ούτε κέντρο υγείας, ούτε τράπεζα, ούτε καν ταχυδρομείο. Για όλες αυτές τις δουλειές, οι κάτοικοι πρέπει να πάνε στους Μολάους, οι οποίοι απέχουν 50 χιλιόμετρα. Στο χωριό υπάρχουν δύο παντοπωλεία, δύο καφετέριες (Το καφέ της Μαριτσέλλας το συστήνω ανεπιφύλακτα, κυρίως για τα συμπαθέστατα παιδιά που δουλεύουν εκεί) και καμιά δεκαριά εστιατόρια και ταβερνάκια. Υπάρχουν επίσης, τρεις εκπληκτικές παραλίες: η ωραιότερη είναι σαφέστατα η Αγία Κυριακή, απάνεμη και με κρυστάλλινα νερά.

Η περιοχή προσφέρεται και για εκδρομές, ο Μιστράς βρίσκεται σε απόσταση δύο ωρών, όσο περίπου και η Μονεμβασιά, ενώ πολλά όμορφα χωριά, παραθαλάσσια ή βουνίσια, βρίσκονται στα πέριξ. Εκτός από τις θάλασσες, μπορεί κανείς να απολαύσει και όμορφες εξορμήσεις στο βουνό. Υπάρχουν επίσης και ιστορικού ενδιαφέροντος θέσεις, από αρχαίες μέχρι βυζαντινές. Εμείς πάλι προτιμήσαμε απλώς να τεμπελιάσουμε στο Κυπαρίσσι, και δεν το μετανιώσαμε.

Συντομότερη και ευκολότερη είναι η πρόσβαση, αν επιλέξετε να μεταβείτε μέσω Τριπόλεως και Σπάρτης -αλλά λιγότερο όμορφη η διαδρομή. Μετά την Σπάρτη μάλιστα, μεγάλο μέρος του βουνού είναι καμμένο.
Πληροφορίες θα βρείτε και στο site του πολιτιστικού συλλόγου του χωριού, όπως και σε εκείνο του Δήμου Ζάρακα.
Στα θετικά μετράμε φυσικά τις χαμηλότατες τιμές (διαμονή προς 35 ευρώ τη βραδιά για δύο άτομα / φαγητό κατά μέσο όρο 20 ευρώ για δύο άτομα). Στα αρνητικά πάλι μετράμε μόνο ένα: την αδυσώπητη και ανηλεή επιδρομή που πραγματοποιούσαν καθημερινά ορδές από σφήκες -οι ντόπιοι μας διαβεβαίωσαν πως αυτό ήταν πρωτοφανές και προσωρινό.

Πληροφορίες αναφέρουν πως στην ευρύτερη περιοχή κυκλοφορεί και ο επικίνδυνος Μούργος.

_________________________________

Φωτογραφίες

Η πρώτη από το Αρκαδικό Χωριό.
Η δεύτερη από την διαδρομή στον Πάρνωνα.
Οι υπόλοιπες από το Κυπαρίσσι.