Η αίθουσα παρακολούθησης φωτιζόταν από το πρασινοκίτρινο φως της οθόνης. Ήταν ήδη αρκετά αργά, σε λίγο τα ρολά θα κατέβαιναν για να αποκόψουν την πρόσβαση στον σταθμό του υπογείου. Αυτή ήταν από τις πιο δύσκολες ώρες για τους υπαλλήλους που παρακολουθούσαν την εντός του σταθμού κυκλοφορία. Πέρα από την κούραση, φυσικό επακόλουθο της προχωρημένης ώρας, και την αδυναμία συγκέντρωσης, το έργο που καλούνταν να επιτελέσουν εκείνη την ώρα, ήταν ιδιαίτερα απαιτητικό και δύσκολο. Ο κανονισμός όριζε ρητά ότι, μετά το κλείσιμο του σταθμού, απαγορευόταν αυστηρά η παραμονή στον σταθμό για οποιονδήποτε. Οι υπάλληλοι παρακολούθησης έπρεπε να παρατηρήσουν προσεκτικά όλες τις οθόνες που βρίσκονταν στον θάλαμο, και εφόσον εντόπιζαν οποιονδήποτε, να ειδοποιήσουν τους σεκιουριτάδες -οι οποίοι θα φρόντιζαν για την «ομαλή απομάκρυνση των παρανομούντων», έτσι ανέφερε ο κανονισμός.

Δύσκολη δουλειά, γιατί όλοι αυτοί οι ζαβαλήδες που αναζητούσαν ένα ζεστό και ασφαλές καταφύγιο για να περάσουν τη νύχτα ήταν ιδιαίτερα ευρυματικοί, και συχνά κατάφερναν να κρυφτούν στα πιο απίθανα σημεία, μέσα σε εσοχές, σε σημεία που τους κάλυπταν οι φωτοσκιάσεις που προκαλούσαν οι προβολείς, ακόμα και σε μια ψευδοροφή είχε προσπαθήσει να χωθεί ένας τέτοιος κάποιο βράδυ.

Παλιότερα, ο σταθμός ήταν ξέφραγο αμπέλι -κρυψώνα για κάθε κακομοίρη. Μετά την ανακαίνιση όμως, οι κανόνες είχαν αλλάξει, καθώς είχε αλλάξει και ο διοικών φορέας που φρόντιζε για την ασφάλεια στους σταθμούς. Και αφότου διαπιστώθηκε ότι τα αυστηρά μέτρα ασφαλείας δεν τους πτοούσαν, η εταιρία που είχε αναλάβει την επιτήρηση των σταθμών εφοδίασε τους υπαλλήλους με υπερευαίσθητα μηχανήματα, κάμερες και υπολογιστές, ικανά να εντοπίζουν ακόμα και τα κουνούπια στις χαραμάδες.

Εκείνο το βράδυ, βάρδια στο θάλαμο παρακολούθησης είχε ο Νίκος. Ήταν πολύ κουρασμένος, ο καβγάς με την κοπέλα του -την  π ρ ώ η ν  κοπέλα του, θα έπρεπε να λέει πλέον- τον είχε εξοντώσει. Καμία διάθεση δεν είχε να κυνηγάει άστεγους μέσα από μια oθόνη. Θα προτιμούσε να βρίσκεται σε μια παραλία κάποιου εξωτικού νησιού, να χαζεύει την σκοτεινιασμένη θάλασσα πίνοντας μια παγωμένη μπύρα. Ή ακόμα καλύτερα, θα προτιμούσε να βρίσκεται κάτω από την κουβέρτα του και να βλέπει όνειρα -ευχάριστα όνειρα.

Ήξερε πως, όταν ένιωθε έτσι, γινόταν ευάλωτος, έρμαιο της κατά βάθος ευαίσθητης φύσης του. Λυπόταν τους αστέγους και έπαιζε με την ιδέα να προφασιστεί αφηρημάδα, ή ακόμα και την μυωπία του, και να μην καταγγείλει στους σεκιουριτάδες κανέναν από κείνους τους κακομοίρηδες. Σκεφτόταν πως εκείνος λύγιζε στο βάρος ενός καβγά με την κοπέλα του -ή έστω ενός χωρισμού-, την στιγμή που κάποιοι άλλοι ήταν ενδεχομένως νηστικοί εδώ και μερικά εικοσιτετράωρα, και δεν διέθεταν ένα τετραγωνικό μέτρο να ξαπλώσουν να κοιμηθούν. Δεν ήταν απλώς πως τους λυπόταν. Προσπαθούσε να βάλει τον εαυτό του στη θέση τους, και τον έπιανε σύγκρυο και μόνο στην σκέψη. Τον έζωναν οι τύψεις, καθώς συνειδητοποιούσε πως χώνευε το νοστιμότατο παστίτσιο της μάνας του, καθώς μύριζε το άρωμα του μαλακτικού στα φρεσκοπλυμένα ρούχα του.

Ήταν ακόμα χαμένος σε τέτοιες σκέψεις, όταν εντόπισε μια ύποπτη κίνηση στην εικόνα που έστελνε η κάμερα αρ. 3. Επικέντρωσε το βλέμμα του στην οθόνη και δεν δυσκολεύτηκε να τον εντοπίσει. Λιπόσαρκος, ξερακιανός, ίσως και εξήντα χρονών, μπορεί παραπάνω, μπορεί και λιγότερο. Από κείνους τους ανθρώπους που δεν έχουν ηλικία. Ντυμένος με κάτι παράταιρα γκρι και καφέ τριμμένα και βρόμικα ρούχα, εμφανέστατα άλουστος και ακόμα εμφανέστερα πεινασμένος. Διέκρινε ακόμα και το τρέμουλο των χεριών του. Ο άνθρωπος κουβαλούσε ένα φθαρμένο σακίδιο στον ώμο και προσπαθούσε να χωθεί σε μια πολύ μικρή εσοχή, που σχηματιζόταν ανάμεσα σε δύο κολώνες. Η κάμερα που έλεγχε εκείνο το σημείο ήταν πολύ καλά κρυμμένη, δεν υπήρχε περίπτωση να την εντοπίσει ούτε καν ένα εξασκημένο μάτι.

Για το Νίκο ήταν η πιο αντιπαθητική και ύπουλη κάμερα του σταθμού. Προσπαθούσε πάντοτε να αποφεύγει την οθόνη της, γιατί καθώς ήταν αδιόρατη για τους περισσότερους, συχνά οι επιβάτες που περίμεναν τον συρμό εκτεθειμένοι στο οπτικό της πεδίο, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι κάποιος τους παρατηρεί, επιδίδονταν σε διάφορες πολύ ιδιωτικές ασχολίες. Μερικές κυρίες τακτοποιούσαν το σουτιέν τους, κάποιοι ανάγωγοι έξυναν τη μύτη τους, τέτοια πράγματα. Ο Νίκος δεν ήθελε να τα βλέπει αυτά, ένιωθε τύψεις, σαν να είχε κρυφτεί στο σπίτι αυτών των ανθρώπων και να τους παρατηρεί, ενώ έκαναν μπάνιο ή σεξ.

Έριξε μια ματιά στον κακομοίρη που έδειχνε να έχει βολευτεί στην εσοχή. Έτριβε τα χέρια του να ζεσταθούν, μάζεψε τα πόδια του σε σχεδόν εμβρυακή στάση και έβαλε το σακίδιο για μαξιλάρι. Προφανώς ετοιμαζόταν να παραδοθεί σε έναν ανήσυχο ύπνο. Ήξερε καλά πως θα τιναζόταν κάθε πέντε λεπτά, από το άγχος μήπως είχε γίνει αντιληπτός από το προσωπικό ασφαλείας.

Στο κεφάλι του Νίκου, το υπηρεσιακό καθήκον μαχόταν με τις τύψεις του. Δεν ήθελε να καταδώσει τον ανθρωπάκο. Ήθελε να τον αφήσει να κοιμηθεί ήσυχος. Ήθελε μάλιστα να τρέξει στην αποβάθρα και να του πει να μην ανησυχεί, γιατί τον είχε δει, αλλά δεν θα τον κάρφωνε και άρα μπορύσε να κοιμηθεί ανενόχλητος για μια φορά.

Την ώρα που αποσυνέδεε την συνδεδεμένη με την αντιπαθητική κάμερα, οθόνη και κατέστρεφε το καλώδιό της, σκεφτόταν πςω ίσως την επομένη κάποιος παρατρεχάμενος του Διευθυντή να του ανακοίνωνε την άπόλυσή του, λόγω παράβασης καθήκοντος. Αλλά δεν τον ένοιαξε. Για την ακρίβεια, παρακάλαγε η κάμερα που κατέγραφε τις δικές του κινήσεις να μην άφηνε περιθώρια αμφιβολίας για την δολιοφθορά που είχε διαπράξει.

 _______________________________________

Ευχαριστώ πολύ τον Καμηλιέρη για την πρόσκληση αυτή. Ομολογώ πως όταν είδα τις λέξεις που μου πρότεινε, θεώρησα το εγχείρημα πολύ δύσκολο, αλλά εν τέλει ευχαριστήθηκα την πρόκληση.