Άνοιξε συρτά την πόρτα της κουζίνας που έβγαζε στον πίσω κήπο της μονοκατοικίας, σέρνοντας μια πτυσσόμενη ξύλινη καρέκλα στο φως του ανοιξιάτικου ήλιου. Νωρίς ήρθαν οι ζέστες φέτος. Έστησε την καρέκλα στο πιο ηλιόλουστο σημείο του κήπου και ξάπλωσε σχεδόν πάνω της. Τα χρόνια που βάραιναν στους ώμους του τον δυσκόλευαν στο περπάτημα και τις μετακινήσεις. Ο ήλιος χάιδεψε τις ρυτίδες και τα μάγουλά του ρόδισαν ελαφρά από την ανοιξιάτικη αναπάντεχη ζέστη.
Κατέβασε τα γυαλιά ηλίου στα μάτια του και χάζεψε αόριστα στον ορίζοντα τους ουρανοξύστες που φαίνονταν ακόμα και από αυτό το απομεμακρυσμένο προάστιο. Από τότε που είχε σταματήσει να δουλεύει, τα απογεύματα μετά τη σιέστα, όταν το επέτρεπε ο καιρός, τα περνούσε στον πίσω κήπο του σπιτιού -πώς το λένε, να δεις, στα εγγλέζικα; Μπάκγιαρντ; Χαζεύοντας τους ουρανοξύστες, μετρούσε πόσα χρόνια είχαν περάσει και πόση απόσταση είχε διανύσει από το ορεινό χωριό της Πίνδου μέχρι τη γη της Επαγγελίας. Του άρεσαν οι ουρανοξύστες. Τον γαλήνευαν, έτσι όπως χάιδευαν τις άκρες από τα μωβ σύννεφα του απογεύματος.
Ρίγησε στο δροσερό αεράκι και και έριξε στους ώμους το πουλοβεράκι που κρατούσε στα χέρια του. Ρούφηξε μια γουλιά από τον ελληνικό του καφέ -έβρισκαν πια κι εδώ ελληνικό καφέ, κι ας μην ήταν ο ίδιος όπως στο χωριό του. Κόντευε πια σχεδόν εξήντα χρόνια ξενητεμένος. Πόση απόσταση, αλήθεια… Δεν ήταν ούτε είκοσι χρονώ, όταν έφυγε κυνηγημένος από την ανέχεια. Με τα πόδια έφτασε από το χωριό του στον Πειραιά, και χώθηκε στο αμπάρι του υπερωκεάνειου, πεινασμένος, μισοκακόμοιρος, αλλά γεμάτος ελπίδες. Κοντά τρεις εβδομάδες ταξείδι στη Μεσόγειο και μετά στον Ατλαντικό, και να σκεφτείς πως τον ωκεανό δεν τον είδε. Δεν τους αφήναν τους φτωχοδιαβόλους να ανέβουν ούτε στο κατάστρωμα. Εκείνος όμως, ανέβηκε κρυφά και με την κάλυψη ενός λοστρόμου, όταν πια έφταναν στην Αμερική, και, ώσπου να ξεψυχήσει, δεν θα ξεχάσει την εικόνα του αγάλματος της Ελευθερίας να τους καλωσορίζει περήφανο και δυσθεώρητο.
Θα προτιμούσε βέβαια να ξεχάσει την αποβίβαση, το Ellis Island, την ιερά εξέταση στην υποδοχή, το μαρκάρισμα -έτσι όπως μαρκάριζαν εκείνοι τα κατσίκια τους, ίδια τους μαρκάριζαν οι αμερικάνοι αστυνόμοι-, τις ιατρικές εξετάσεις, πώς τους κοίταζαν στα δόντια και στο δέρμα, μην μετέφεραν καμιά μεταδοτική ασθένεια, οι υπανάπτυκτοι. Σαν τα κατσίκια.
Και τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα, έκανε κάθε λογής δουλειά του ποδαριού, αλλά ήταν καπάτσος και κατέληξε τελικά στο μπακάλικο του κυρ-Ηλία (Ελάια τον έλεγαν στα αμερικάνικα, άκου πράματα!). Ο Ηλίας ήταν άκληρος και σαν είδε πως εκείνος ήταν ξύπνιος κι εργατικός του’ταξε να του αφήσει το μαγαζί και τον κράτησε βέβαια το λόγο του. Μόνο που το μαγαζί πέρασε στα χέρια του κατά το τέλος της δεκαετίας του ’30, και με δυσκολία κατάφερε να το κρατήσει και να μην χάσει τα πάντα, όπως οι περισσότεροι στην Αστόρια.
Κείνη την Αστόρια, ποτέ δεν την συμπάθησε. Δεν του άρεσε που όλοι οι πατριώτες του γκρίνιαζαν για τους Αμερικάνους και δεν προσπαθούσαν καν να μάθουν εγγλέζικα. Όχι πως εκείνος τα έμαθε καλά, αλλά να μιλήσει δυο κουβέντες, ίσα να συνεννοηθεί με τους χοντρέμπορους και τους μεταπράτες, τα κατάφερνε. Ήθελε να φύγει από την Αστόρια.
Κι έφυγε, αλλά για άλλους λόγους από κείνους που ήθελε. Σαν έφτασε η ώρα να παντρευτεί, παράγγειλε κι εκείνος μια νύφη από τον τόπο του, όπως έκαναν όλοι. Την διάλαξε από τη φωτογραφία. Στο καφενείο, όπου πέρναγε τα βράδια του, ερχόταν συχνά κείνος ο τυχάρπαστος -πατριώτης να σου πετύχει-, με ένα σωρό φωτογραφίες από κορίτσια και τις αράδιαζε στους θαμώνες, λες και ήταν πραμάτεια. Έτσι την διάλεξε την Ισμήνη. Τουρκομερίτισσα ήταν, μα δεν τον ένοιαξε, γιατί είχε καμπυλωτά φρύδια και μάυρα μάτια σαν αμύγδαλα. Κι ας έλεγαν κουβέντες άσχημες για τις Τουρκομερίτισσες.
Σαν έφτασε η Ισμήνη με το υπερωκεάνειο, και περάσαν βέρες, βούιξε όλη η Αστόρια από τα κουτσομπολιά, πως τάχατες ήταν παστρικιά στη Σμύρνη και μετά στην Τρούμπα. Λες και θα μπορούσε να ξέρει κανείς άλλος καλύτερα από τον ίδιο ότι ήταν παρθένα. Μα, δεν έχασε τον καιρό και τα λόγια του να τους πείσει. Μάζεψε τα μπογαλάκια του, έκλεισε το μαγαζί και μετακόμισε μαζί με την Ισμήνη στη Λιτλ Ίταλυ, και δεν ξαναπάτησε το πόδι του στην Αστόρια. Καλύτερα με τους Ιταλιάνους μαφιόζους, κι ας ζητούσε ο Παντρίνος κάθε μήνα το νταβατζηλίκι του, παρά με τις γλωσσούδες της Αστόρια.
Στη Λιτλ Ίταλυ, πέρασαν πολλά ευτυχισμένα χρόνια με την Ισμήνη, εκεί γεννήθηκαν τα παιδιά τους, εκεί μεγάλωσε η επιχείρηση, κι από μπακάλικο έφτασε να γίνει εισαγωγική λαδιού και τυριού, εκεί έμαθε να τρώει πίτσα και σπαγγετάδα. Και μάθανε και λίγα ιταλιάνικα. Γελούσε με το Τζουζέπε που μοίραζε τις ιταλιάνικες εφημερίδες κάθε πρωί: «Μπουόν τζιόρνο, σινιόρ Ντεμέτριο, βουόλε ουν τζιορνάλε;». Τι να την κάνει την ιταλιάνικη εφημερίδα, εκείνος με το ζόρι έμαθε να λέει μπουόνα σέρα, αλλά άντε να του εξηγήσεις του Τζουζέπε.
‘Οταν πια έφτασε να θεριέψει τόσο η επιχείρηση, που ο Παντρίνος του πρότεινε να τον κάνει συνέταιρο, κατάλαβε πως ούτε η Λιτλ Ίταλυ τον χωρούσε πια. Μπορεί να τα είχε καλά με τον Παντρίνο, και να μην μελετούσε τις βρομοδουλειές του, για να τον αφήνουν ήσυχο να δουλεύει την επιχείρησή του, αλλά όχι και συνεταίρος με τους μαφιόζους. Ήξερε, όμως πως, αν του λεγε όχι, δεν θα τον χώραγε πια η Λιτλ Ίταλυ. Ξανά, λοιπόν, μετανάστης στην καινούρια πατρίδα, μετέφερε την επιχείρηση σε άλλη γειτονιά πιο αξιοπρεπή, σε γειτονιά λευκών.
Ο γιος του είχε μεγαλώσει αρκετά, τον είχε κάνει διαχειριστή στην επιχείρηση. Κι έφτασε η ώρα να αποχωρήσει πια εκείνος, είχε περάσει πια τα εβδομήντα, είχε φτιάξει και τη μονοκατοικία στο προάστειο και το μόνο που ήθελε ήταν να πίνει το κεφεδάκι του τα απογεύματα στο μπάκγιαρντ, χαζεύοντας τους ουρανοξύστες και ακούγοντας τις χαρούμενες φωνές των εγγονών του που κυλιόντουσαν στα χορτάρια.
Ούτε και στο χωριό του ήθελε να πηγαίνει πια. Όλα είχαν αλλάξει κι εκεί, άσε που, κάθε που πήγαινε «αμερικάνο» τον ανέβαζαν, «μπρούκλη» τον κατέβαζαν. Δεν καταλάβαινε πια τους πατριώτες του, κι αυτοί δεν ένιωθαν πόσο ρωμιός ήταν, κι ας έσερνε τα -ρο- όπως στα αμερικάνικα. Είχε δέκα χρόνια να επιστρέψει, μα με την Ισμήνη, ποτέ δεν είχαν αλλάξει ούτε μια κουβέντα στα αμερικάνικα. Άλλο τα παιδιά, εκείνα πήγαν σε σχολείο αμερικάνικο και μόνο τα καλοκαίρια ζούσαν το χωριό, για κείνα η πατρίδα ήταν θαλασσινά μπάνια και μυρωδάτο καρπούζι.
Γύρισε το κεφάλι προς το εσωτερικό του σπιτιού κι είδε την Ισμήνη να μαζεύει τη μπουγάδα και να κρεμάει τα ρούχα στις κρεμάστρες. Χαμογέλασε νωχελικά και ρούφηξε την τελευταία γουλιά του καφέ, καθώς ο ήλιος πήγαινε να δύσει πίσω από τους ουρανοξύστες. Μπορούσε πια να φύγει ήσυχος.
__________________________
Άργησα, αλλά κατάφερα να σκαρώσω κι εγώ την ιστορία μου, μετά από πρόσκληση της Ντόλυ. Επειδή με έχει καλέσει κι ο Καμηλιέρης, σκοπεύω να ανεβάσω και μια δεύτερη ιστορία, αλλά με την ευκαιρία ετούτης εδώ, καλώ με τη σειρά μου τους:
να παίξουν με τις λέξεις: συνεταίρος, εφημερίδα, νύφη, ήλιος και άγαλμα, από το δικό μου κείμενο.