Όταν ζεις στο εξωτερικό, θέλοντας και μη αποκτάς κάποια χαρακτηριστικά «απόδημου» και «μετανάστη», θες επειδή σου έχουν πιπιλίσει το κεφάλι, θες επειδή σου λείπει η πατρίδα, όσο και αν σε εκνευρίζει κάθε που επιστρέφεις. Έτσι, αδράττεις κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται, για να αποκτήσεις μια επαφή με το επίδικο αντικείμενο, δηλαδή την πατρίδα.
Προσωπικά, το διαχειρίζομαι προς το παρόν και ό,τι απεύχομαι είναι να γίνω «Έλληνας του εξωτερικού», με τα χαρακτηριστικά που διαγιγνώσκω σε αυτούς, όσο έχω έρθει σε επαφή μαζί τους -κάτι σαν το «Γάμος αλά ελληνικά» στο λιγότερο υπερβολικό του, αλλά το concept το πιάνετε. Έτσι, δεν κάνω σαν υστερική όποτε εμφανίζεται στο χωριό μου Έλλην πολιτικός, καλλιτέχνης, προσωπικότητα και λοιπές μη δημοκρατικές δυνάμεις. Γιατί στο χωριό μας, έχουμε συχνόπυκνα τέτοιες επισκέψεις.
Όλη αυτή η -κατά την προσφιλή μου συνήθεια, μακροσκελής- εισαγωγή, για να σας πω τι έκανα χτες. Χτες, λοιπόν, πήγα σε συναυλία. Συναυλία, όπως στην Ελλάδα, σε μουσική σκηνή. Ναι, έχουμε κι εδώ μουσικές σκηνές, που συνήθως παίζουν τζαζ, έθνικ και άλλα ψαγμένα και εξωτικά. Στα πλαίσια του εξωτικού [έτσι μας αντιμετωπίζουν συχνά στην Δυτική Ευρώπη, κατατάσσοντάς μας στην κατηγορία Μαλδίβες – Τρινιδάδ&Τομπάκο (προφανής η επίδραση από το Παρά πέντε, εεε;)] -στα πλαίσια του εξωτικού, λοιπόν, η συγκεκριμένη μουσική σκηνή, ονόματι The Music Village, που βρίκεται μεταξύ Grand’ Place και Bourse, φιλοξενεί αυτή την περίοδο μουσικούς από διάφορες χώρες. Και, χτες -ε, ναι, φτάνω στο θέμα επιτέλους-, φιλοξενούσε το Μανώλη Φάμελλο και τον Στάθη Δρογώση.
Ανοίγουμε παρένθεση. Οι Έλληνες καλλιτέχνες που έρχονται να παίξουν εδώ, μας αντιμετωπίζουν λίγο αφ’υψηλού συχνά. Παίζουν για μια ωρίτσα, ενώ το εισιτήριο κοστίζει σχεδόν όσο και στην Ελλάδα. Την εμπειρία αυτή είχα από την συναυλία της Αρβανιτάκη, πριν από 5 χρόνια. Την ίδια μου μετέφεραν και όσοι είδαν το Νταλάρα και την Αλεξίου (εγώ δεν υπήρχε περίπτωση να παώ σε αυτούς, γι’αυτό σας λέω, το διαχειρίζομαι ακόμα, το αίσθημα της νοσταλγίας).
Χτες δεν ήταν έτσι. Το εισιτήριο ήταν απολύτως λογικό, το κλίμα πολύ καλό (μουσική σκηνούλα μικρών διαστάσεων, σε μορφή μπαρ, τραπεζάκια, ποτάκια και παρεϊστικη διάθεση), και τα παιδιά έπαιξαν για λίγο περισσότερο από δύο ώρες. Η παρεϊστικη διάθεση εκδηλώθηκε και με την ενορχηστρωτική επιλογή: ένα πιάνο και μια κιθάρα, δηλαδή ο Στάθης κι ο Μανώλης. Η συμμετοχή του κόσμου ήταν αρκετά καλή, αν και δεν έλειψε το μόνιμο πλέον πρόβλημα της ακατάσχετης φλυαρίας των θαμώνων, την ώρα που οι άλλοι παίζουν (για το κοινό που δεν αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι στον καναπέ του βλέποντας τηλεόραση, αλλά σε ζωντανή παράσταση, στην οποία αληθινοί άνθρωποι δημιουργούν και άρα ζητούν την προσοχή του, έχω πάρα πολλά μαζεμένα, αλλά δεν είναι της παρούσης. Σημειώνω απλώς ότι το κουβεντολόι κατά την διάρκεια συναυλίας ή θεατρικής παράστασης, με εξοργίζει τα μάλα, και έχω τσακωθεί κιόλας για τον λόγο αυτό). Πάντως, το κοινό ήταν λιγότερο θορυβώδες από όσο στην Ελλάδα και συχνά σιγοτραγουδούσε κιόλας -εγώ πάλι τραγούδησα με την ψυχή μου καθ’όλη σχεδόν την διάρκεια του προγράμματος.
Στα αρνητικά του παρεϊστικου, θα σημείωνα το γεγονός ότι ο Μανώλης και ο Στάθης δεν ήταν πολύ καλά προετοιμασμένοι, ξεχνούσαν στίχους και έχαναν νότες, ή έψαχναν «τι να παίξουμε τώρα» και δεν ήταν στημένο για να φτιάξει κλίμα, αλλά ειλικρινές. Πάντως δεν ενοχλούσε πολύ αυτό, θα μπορούσε κανείς να το εντάξει και στα πλαίσια του αυτοσχεδιασμού.
Ο Μανώλης Φάμελλος μου αρέσει πολύ και μου άρεσε ήδη από τότε που ήταν στου Ποδηλάτες. Με αγγίζει πολύ ο στίχος του και με εκφράζουν οι λιτές και ευαίσθητες συνθέσεις του. Για τον Στάθη, δεν μπορώ να πω ακριβώς τα ίδια, αλλά ίσως να με επηρρεάζει και το γεγονός ότι οι δρόμοι μας είχαν ξαναδιασταυρωθεί, τότε που εκείνος ήταν φοιτητής στο Μαθηματικό κι εγώ στην Φιλοσοφική, τότε που είχαμε βρεθεί στην ίδια παρέα (και σε γειτονικές καταλήψεις). Ίσως, λοιπόν, να μην είμαι αντικειμενική και να διατηρώ παραπάνω απαιτήσεις από εκείνον.
Από τις πιο γλυκές στιγμές ήταν το «Περίμπανου» (ω, ναι, μας τραγούδησαν και Χατζηδάκι) και το «Θά’θελα νά’μουν βασιλιάς».
Όπως και να’χει πέρασα πολύ όμορφα. Για μια στιγμή ένιωσα σαν να ήμουν στο Μετρό ή στο Αερικό.
Περιμένω το επόμενο παρεμφερές σκηνικό -σύντομα, παρακαλώ…