fuck February 14

Έφυγα από την Ελλάδα πριν από δέκα ακριβώς χρόνια. Τότε έφυγα από μια Ελλάδα που ζούσε την ευφορία της εισόδου στην ευρωζώνη, την ισχυρή Ελλάδα του Σημίτη, την Ελλάδα του προ-ολυμπιακού οργασμού των κατασκευαστικών και των τραπεζών που έκαναν μπίζνες στα Βαλκάνια και μοίραζαν δάνεια ακόμα και για να αγοράσεις τσίχλες.

Έχοντας αμυδρές αναμνήσεις από τη δεκαετία του 80, τη δεκαετία των μεσογειακών προγραμμάτων και των αγροτικών επιδοτήσεων, αλλά και κουβαλώντας στην, δανεισμένη από τη συλλογική, μνήμη μου, εικόνες από άλλες φτωχότερες εποχές, η Ελλάδα που άφησα τότε πίσω μου μού φάνταζε τουλάχιστον αλλόκοτη. Θυμάμαι πως τότε -και λίγο νωρίτερα, στη δεκαετία του 90- κάποιοι περιθωριακοί, που τους έλεγαν από γραφικούς ως και προδότες, γκρίνιαζαν για την ευρωζώνη και έλεγαν όχι στο όργιο των Ολυμπιακών. Ήταν αυτοί οι οπισθοδρομικοί τύποι που και καλά ονειρεύονταν σοβιετίες και δεν θεωρούσαν καθόλου σοβιετικό το ελληνικό μοντέλο.

Τα χρόνια πέρασαν και καθώς επέστρεφα τακτικά στην Ελλάδα, από Χριστούγεννα σε Πάσχα κι από καλοκαίρι σε χειμώνα, κατέγραφα αλλαγές. Θυμάμαι ακόμα πως είχα πληρώσει 4 ευρώ για ένα ποτήρι (άθλιο) κόκκινο κρασί στα Εξάρχεια. Θυμάμαι καλά τα εισιτήρια των πλοίων να ακριβαίνουν κατά διψήφια ποσοστά από καλοκαίρι σε καλοκαίρι. Θυμάμαι μια χαρά πως τα τσιγάρα μου έφτασαν από 3 κατοστάρικα (δραχμές) στα 4 ευρώ (1324 δραχμές είναι αυτό), ο ελληνικός καφές από 100 δραχμές 2 ευρώ (742 δραχμές) και το κουλούρι από 50 δραχμές στο 1 ευρώ (340 δραχμές δλδ). Αυτό που επίσης γνωρίζω είναι πως δεν είδα ποτέ τέτοιες θεαματικές αυξήσεις στα εισοδήματα και πως οι άνθρωποι που εγώ γνωρίζω καμιά καριέρα δεν έκαναν και κανένα american dream δεν βίωσαν. Βίωσαν όμως ανεργία ή μαύρη εργασία και σιγά σιγά έκαναν εκπτώσεις στα όνειρά τους προς όφελος της ανεξαρτησίας που μεταφράζεται στο «φεύγω από το πατρικό και ξεκινάω την δική μου ζωή».

Σ’αυτή τη χώρα που μού’λαχε και που δεν επέλεξα και που κάποιες φορές απαρνήθηκα κιόλας, για όλα εκείνα που σε κείνη με ενοχλούν, σ’αυτό το μικρό κομματάκι του όμορφου πλανήτη μας που έμαθα να αγαπώ κυρίως από μακριά, συμβαίνει τα τελευταία δύο χρόνια ένα απίστευτο πράγμα που εγώ ονομάζω απλά ασέλγεια, βιασμό και πλιάτσικο. Θυμάμαι καλά την ήμερα που είδα για πρώτη φορά άνθρωπο να ψάχνει στα σκουπίδια στην Αθήνα: ήταν πριν από τέσσερα χρόνια. Θυμάμαι καλά, τέλος καλοκαιριού του 2008 να περιμένω Στουρνάρη και Πατησίων μια φίλη και να χαζεύω ένα τοπίο που διόλου δεν παρέπεμπε σε ισχυρή Ελλάδα, που απείχε έτη φωτός από τη μακιγιαρισμένη μεταμφίεση της τελετής λήξης των Ολυμπιακών: σκουπίδια, ερημιά και εγκατάλειψη. Δε θα ξεχάσω ποτέ μα ποτέ την ημέρα που κολυμπούσα στην παραλία της Επιδαύρου και από τον ουρανό έβρεχε τις στάχτες του καμμένου δάσους της Εύβοιας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μα ποτέ πως στην Ολυμπία είχαν καεί «κάτι δέντρα». Κι όποιος θεωρεί πως οι μνήμες που παραθέτω σκόρπιες είναι ασύνδετες μεταξύ τους, έχει χάσει τη μεγάλη εικόνα και θα πρότεινα να κάνει πέντε βηματάκια πίσω μπας και τη δει.

Κι αν κάτι με θλίβει όσο και με εξοργίζει, είναι που έντεκα χρόνια πριν, παρακολουθούσαμε -όσοι παρακολουθούσαμε- τα γεγονότα της Αργεντινής σαν-κάτι-που-αφορούσε-τον-τρίτο-κόσμο. Σαν κάτι που ποτέ δεν θα ζούσαμε εμείς. Όπως παρακολουθούσαμε κάποτε τις βόμβες να πέφτουν στη Βαγδάτη ή στο Βελιγράδι και συμπονούσαμε μεν, αλλά ξεχνούσαμε κιόλας μόλις πατούσαμε το κόκκινο κουμπάκι του τηλεκοντρόλ. Όχι έντεκα χρόνια, αλλά έστω και τρία χρόνια πριν, θαρρώ πως όποιον κι αν ρωτούσες στην Ευρώπη πόσο πιθανό είναι να βιώσουμε μιαν Αργεντινή στο σπίτι μας, θα σε πέρναγε για τρελό και θα έβαζε τα γέλια.

 

Καμία διάθεση να σηκώσω το δάχτυλο δασκαλίστικα δεν έχω. Καμία διάθεση να πω πως ήμουν ανάμεσα σε κείνους που they were seeing it coming και που καθόλου δεν συμφώνησαν με την ευρωζώνη, καμιά εθνική υπερηφάνεια δεν ένιωσαν το 2004, ίσα ίσα κιόλας. Γιατί, ειλικρινά, ούτε κι εγώ δεν μπορούσα να φανταστώ πως μέσα σε λιγότερο από δυο χρόνια, μια χώρα που έχει όλες τις προϋποθέσεις να θρέψει τον κόσμο της και να του παρέχει τα σημαντικά για να ζει καλά, θα είχε λεηλατηθεί ασύστολα και θα επιβίωνε σε καταστολή.

Αν κάτι βρίσκω τρομαχτικό είναι πως, ακόμα και τώρα, υπάρχουν άνθρωποι που δεν αντιλαμβάνονται πως γέμισ’ο τόπος δυσωδία τύπου αποστασίας του 65. Δεν αντιλαμβάνονται πως η ανακωχή έληξε και πως κανένα νόημα δεν έχει να αιτούνται από το πολιτικό προσωπικό «να κάνει την δουλειά του». Δεν αντιλαμβάνονται πως το πολιτικό προσωπικό κάνει ακριβώς την δουλειά εφ’η ετάχθη. Ζητούν από αυτούς να φύγουν, απαιτώντας τι; Να έρθουν άλλοι; Ποιοι; Αν κάτι βρίσκω τρομαχτικό είναι πως υπάρχει κόσμος που θα ήταν οκέυ, αν επιστρέφαμε στο 2004. Είναι αυτοί που αναρτούν κρεμάλες ίσως.

Όλος αυτός ο παραλογισμός, το έγκλημα αυτό που συνετελείται μπροστά στα μάτια μας είναι αδύνατον να σταματήσει, αν δεν αντιληφθούμε όλοι μας τι ακριβώς είναι αυτό που συμβαίνει. Αλήθειες υπάρχουν πολλές, ο καθένας έχει τη δικιά του. Αλλά η πραγματικότητα είναι μία, έχει όνομα και στέλνει το λογαριασμό σ’αυτούς που, ακόμα κι αν πουλάνε το κορμί τους για τέσσερις γενιές, πάλι χρεωμένοι θά’ναι, πάλι κουρέλια θα ντύνονται. Μόνο που ο χρόνος πιέζει. Και είναι φαιδρό και αδιέξοδο να ασχολούμαστε με τις όψιμες ευαισθησίες της κάθε Μιλένας και τις νιοστές κωλοτούμπες του κάθε Μπουμπούκου. Όλοι αυτοί οι επικίνδυνοι όσο και γελοίοι τύποι κοιμούνται στα ζεστά και θα επιπλεύσουν εγκαταλείποντας το καράβι που βουλιάζει, γιατί είναι φτιαγμένοι από τη στόφα του φελλού.

Μόνο που αυτοί είναι όντως λίγοι. Και το θράσσος τους το αντλούν από την τεράστια αυτοπεποίθηση που τους δίνει το γεγονός ότι οι πολλοί δεν έχουν καν καταλάβει. Δεν είναι τόσο πως δεν έχουν διαβάσει καλά τη συγκυρία. Είναι πως δεν έχουν συνειδητοποιήσει τη δύναμη που τους δίνει η αριθμητική τους υπεροχή. Και τα αποθέματα δημιουργικότητας που διαθέτουν, ακριβώς επειδή βρίσκονται από την πλευρά της ζωής.

Μας περιμένουν κι άλλες εκπλήξεις, μάλλον δεν μπορούμε καν να τις φανταστούμε. Αλλά αν δεν τις περιμένουμε, αν δεν προβλέψουμε πως θα έρθουν, θα μοιάζουμε κι εμείς σαν την ορχήστρα του Τιτανικού, που συνέχιζε να παίζει μες τον επιθανάτιο ρόγχο της. Ενώ τα ποντίκια, την είχαν κάνει ήδη.

Ας πάψουμε να ασχολούμαστε με τον κάθε επιλαχόντα βουλευτάκο που βρήκε ευκαιρία να εγγράψει πέντε βουλευτικά ένσημα και να ζεστάνει για λίγο τα οπίσθιά του καθισμένος σε βουλευτική καρέκλα, εκμεταλλευόμενος τις κίβδηλες ευαισθησίες των παραιτηθέντων. Ας δούμε κατάματα την πραγματικότητα του φράχτη γύρω από τη Βουλή και τι αυτός υποδηλώνει. Ας μετρηθούμε επιτέλους, και να σταματήσουμε να μετράμε παραιτημένες μαρίες-αντουανέτες.

Και να καταργήσουμε εμείς όλους εκείνους τους θλιβερούς, τιποτένιους και λίγους που καταργούν τις μέρες μας.