Για μια φορά, μια ταινία βγήκε στην Ελλάδα πριν από ό,τι στην Εσπερία, μάλλον λόγω ελληνικής συμμετοχής. Έτσι, εμείς εδώ, είδαμε τον «Παράδεισο στη Δύση» του Κώστα Γαβρά πολύ μετά από εσάς-εκεί. Γι’αυτό μάλλον είναι περιττό να αναφερθώ στην υπόθεση, τις συμμετοχές και τα λοιπά ντεσού. Θα αναφερθώ, λοιπόν, στις εντυπώσεις μου και μόνον.

Το Βυτίο μου είχε πει να μην περιμένω πολλά, κι εγώ το άκουσα -κι ευτυχώς. Γιατί πήγα στο σινεμά μην περιμένοντας απολύτως τίποτα. Έτσι βίωσα την ταινία from the scratch (που λεν κι οι αγγλοσάξωνες). Η αίσθηση που είχα, βγαίνοντας από την σκοτεινή αίθουσα ήταν συγκίνηση, ανακατεμένη με θυμό και συνειδητοποίηση του πόσο λίγους και ανήμπορους έχουμε καταστήσει τους εαυτούς μας. Ο Γαβράς δεν μου έμαθε απολύτως τίποτε καινούριο. Έκανε απλά μια περίληψη όσων ήξερα ήδη, όσων με θυμώνουν συχνότερα από όσο θα έπρεπε να συμβαίνουν. Η περίληψη, όταν εκφράζεται με εικόνες, είναι πιο δυνατή από τότε που εκφράζεται με λέξεις. Με τον ίδιο τρόπο που η πραγματικότητα είναι πιο εκπληκτική και αδυσώπητη από το σινεμά.

Και προφανώς, η πραγματικότητα που βιώνουν οι μετανάστες που πάνε κόντρα στους νόμους της κοινωνίας, ακολουθώντας το ένστικτο της επιβίωσης, είναι πολύ σκληρότερη από τις εικόνες του Γαβρά. Αυτή δεν προκαλεί το πικρό γέλιο που προκάλεσαν συχνά τα καρέ της ταινίας.

Δύο πράγματα μου έμειναν, εν τέλει. Το πρώτο είναι πως, με εξαιρετική δυσφορία, αναγνώρισα τον εαυτό μου σε αρκετές σκηνές -και σκιάχτηκα, συνειδητοποιώντας πόσο συχνότερα από όσο θα ήθελα, αναιρώ με τις πράξεις μου αυτά που διατυπώνω στα λόγια. Από την ημέρα που είδα την ταινία, συγκεκριμένες σκηνές της φλάσαραν στα μάτια μου, κάθε φορά που αρνιόμουν τα ψιλά μου σε κάποιο απλωμένο χέρι (έχοντας εδραιωμένη την πεποίθηση ότι, και να μην τα αρνηθώ, ο κόσμος τα ίδια σκατά θα παραμείνει), κάθε φορά που απέστρεφα το βλέμμα από έναν κακοντυμένο μελαμψό τύπο, κάθε φορά που περιεργαζόμουν με καχυποψία έναν τέτοιο τύπο ή -ακόμα χειρότερα- ένα παιδί με ακορντεόν και πλαστικό ποτηράκι. Δεν ξέρω αν θα με αλλάξει αυτό ως προς τέτοιες αυθόρμητες συμπεριφορές που ξεπηδούν από τα γραμμένα στο ασυνείδητο. Δεν ξέρω πόσο καιρό θα μου πάρει να επανέλθω στα τετριμμένα. Πάντως, σχεδόν ένα μήνα μετά, οι ίδιες σκηνές φλασάρουν στα μάτια μου, και λιγότερα ψιλά μένουν στην τσέπη μου. Αλλάζει αυτό κάτι σε μακροκλίμακα; Ασφαλώς όχι.

Το δεύτερο στοιχείο που μου προκάλεσε φριχτή αηδία -και νομίζω πρέπει να ταρακούνησε αρκετούς από όσους είδαν την ταινία- είναι πως ο Γαβράς μας σερβίρει χωρίς περιστροφές και με θαρρετή ευθύτητα την αλλοτρίωσή μας. Οχυρωμένοι πίσω από το φρούριό μας, νομίζουμε πως είμαστε ασφαλείς και εξαγριωνόμαστε κάθε που νιώθουμε αυτή την σιγουριά να απειλείται. Και, κυρίως, πάνω από όλα, έχουμε περιπέσει σε μια φανερότατη εξαθλίωση: αντιμετωπίζουμε τη ζωή σαν τηλεοπτική εκπομπή ή σαν «ρεπορτάζ» παιγμένο στις «ειδήσεις των 8». Κάποιος πεθαίνει μπροστά μας και η αυθόρμητη αντίδρασή μας είναι να πατήσουμε το κουμπί της φωτογραφικής, ευδαιμονιζόμενοι από το «αποκλειστικό» που θα έχουμε να δείξουμε στους φίλους μας με περηφάνεια, πίνοντας κόκκινο Βουργουνδίας και τρώγοντας φιλέτο. Αδυνατούμε να συλλάβουμε το εξής απλό: από καθαρή τύχη δεν είναι ο εαυτός που μαγνητοσκοπείται ενώ πεθαίνει. Από αγνή απλή τύχη.

Η έλλειψη αυτής της συνειδητότητας συνδέεται προφανώς με τον ευδαιμονισμό και τον καταναλωτισμό που μας έχει πλήξει κατακέφαλα. Και συνοδεύεται από την παντελή αδυναμία μας να κάνουμε το εξής απλό: να δοκιμάσουμε για ένα λεπτό να βάλουμε την πάρτη μας στη θέση του άλλου. Κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το πώς αντιμετωπίζουμε τον «ξένο», τον «διαφορετικό», τον μετανάστη. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο αντιμετωπίζουμε τον υφιστάμενο στη δουλειά, τον άνθρωπο με κινητικές δυσκολίες όταν αράζουμε τα κυβικά μας πάνω στο πεζοδρόμιο, την καθαρίστρια στην αποβάθρα του τρένου, τον διπλανό μας όταν του τρώμε τη θέση στο μετρό. Φτάνει να νιώσουμε για ένα λεπτό σε θέση ισχύος, για να ξεδιπλώσουμε την αυθεντικότατη αναλγυσία μας, την αρχέγονη φιλαυτία μας, τον άσπιλο φιλοτομαρισμό μας. Ένας ψυχολόγος θα έλεγε πως αυτές οι συμπεριφορές δείχνουν κόμπλεξ και ανασφάλειες. Στο κοινωνικό επίπεδο βέβαια, οι ανασφάλειες μπορούν να ερμηνευθούν διαφορετικά από ό,τι chez Freud, αλλά νά’ναι άραγε αρκετή αυτή η εξήγηση; Ας το κρίνουν οι κοινωνιολόγοι. Εδώ σημειώνω απλά ότι, με κάθε ευκαιρία αποδεικνύουμε ότι το μόνο που έχει αλλάξει από τις εποχές των σπηλαίων και της ζούγκλας είναι τα ρούχα με τα οποία καλύψαμε τη γύμνια μας (τη σωματική). Κατά τα λοιπά, ολόκληρη η ζωή μας κατάντησε μια επίθεση εναλλασσόμενη με άμυνα, σε ένα γήπεδο όπου όλοι οι άλλοι είναι εχθροί και αντίπαλοι -αλλά δεν υπάρχει επί της ουσίας τέρμα και τέλος.

Τι θα έκανες εσύ, μαλάκα, άμα είχες γεννηθεί στο Ιράκ;
Το κακό είναι πως η συνήθης απάντηση του «μαλάκα» είναι «στ’αρχίδια μου, δε γεννήθηκα εκεί, αλλά εδώ».
Πόσο μακριά μπορεί να σε πάει αυτή η απάντηση (μαλάκα);

Στην τελική, το ζητηματάκι σου (μαλάκα) είναι πως δε μπορείς να βάλεις μες το μικρό σου μυαλουδάκι ότι ο Εχθρός σου δεν είναι ο διπλανός σου, αλλά ο από πάνω σου. Ή ακόμα και ότααν αυτό το’χεις, δεν τολμάς καν να διανοηθείς να μην επιλέξεις τον εύκολο στόχο, αλλά να στραφείς εναντίον του αληθινού. Ούτε καν στο λεκτικό -μπροστά από τις κάμερες, κυρίως.

_____________________________________
Για την ταινία: εξαιρετική η ερμηνεία του Riccardo Scarmacio, πολοί καλοί ο Μιχαηλίδης και η Λούλου (στους ρόλους του ξοφλημένου μεγαλοαστικού ζεύγους!) και η Léa Wiazemsky, μετριότατος ο Μαρκουλάκης.
_____________________________________
Για την περιρρέουσα επιθετικότητα έγραψαν δυο πολύ όμορφα κείμενα το Βυτίο και η Αλεπού.
Όχι ακριβώς άσχετα τα όσα διεμείφθησαν στου Μπαλονιού εδώ και εδώ.

_____________________________________
Έχει μεγάλη σημασία το timing που βλέπεις μια ταινία ή διαβάζεις ένα βιβλίο -η ψυχολογική κατάσταση και η ατμόσφαιρα επηρρεάζουν τις εντυπώσεις. Ενημερωτικά, λοιπόν, είδα την ταινία λίγες μέρες μετά τις ευρωεκλογές.