Σιγά μην δεν την έβλεπα!

Η ταινία, λοιπόν, αφηγείται ένα μέρος τών νεανικών χρόνων της Jane Austen. Το σενάριο, παραμένοντας αρκετά πιστό στις υπάρχουσες πηγές, περιγράφει πώς η Jane γνωρίζει το νεαρό Ιρλανδό δικηγόρο Tom Leffroy. O Leffroy, έχοντας μόλις τελειώσει τις σπουδές του στην Οξφόρδη ζει μια έκλυτη ζωή στο Λονδίνο. Για να τον απομακρύνει από αυτούς τους κύκλους ο θείος του -την περιουσία του οποίου εποφθαλμιά ο νεαρός- τον στέλνει στην «βαθιά αγγλική επαρχία», όπου γνωρίζεται με την Austen.

H Austen όμως προορίζεται από την μητέρα της για τον τοπικό ευγενή, ο οποίος είναι ερωτευμένος μαζί της και του οποίου η περιουσία θα είναι σωτήρια για την Jane και την οικογένειά της. Εκείνη όμως τελικά γοητεύεται από το νεαρό Ιρλανδό -τον οποίο είχε αντιπαθήσει σφόδρα στην αρχή. Αλλά η πραγματικότητα επιφυλάσσει εκπλήξεις για όλους και τα πράγματα τελικά λαμβάνουν άλη τροπή.

hathaway-as-austen.jpg

Η ταινία, λοιπόν αφηγείται αρκετά πιστά τα γεγονότα της νεανικής ζωής της Austen στο Hampshire και περιγράφει το νεανικό της έρωτα για τον Leffroy, αλλά και τις δύο προτάσεις γάμου που της έγιναν σε εκείνη την περίοδο -καμία από της οποίες δεν είχε ευτυχή κατάληξη. Η σκηνοθεσία είναι αρκετά καλή, ενώ εξαίρετη είναι η επιλογή των τοποθεσιών, όπου διαδραματίζεται η ιστορία, τα σκηνικά και τα κοστούμια. Και πολύ καλή η μουσική επένδυση.

Αυτά είναι τα καλά στοιχεία της ταινίας. Αλλά, δεν πείθει, διότι υπάρχουν δύο βασικές αδυναμίες, και μία δευτερεύουσα. Η πρώτη είναι οι διάλογοι που έχουν εντελώς σύγχρονο χαρακτήρα και δεν συμβαδίζουν καθόλου με το κλίμα της εποχής -πολύ αμφιβάλλω ότι ο Leffroy θα έλεγε ποτέ «oops!», για παράδειγμα. Η δέυτερη είναι η υποκριτική καθοδήγηση των ηθοποιών, η οποία είναι επίσης πολύ σύγχρονη: η σκηνή της συνάντησης της Jane με τον Tom στο δάσος, όπως και οι περισσότερες μεταξύ τους σκηνές, πολύ περισσότερο θυμίζουν σύγχρονες ερωτικές ταινίες -ενίοτε και κομεντί τύπου Love actually- και καθόλου ένα ερωτικό δράμα των αρχών του 19ου αιώνα. Στην προσπάθειά του, να καταστήσει την ταινία προσιτή στο σύγχρονο κοινό, ο σκηνοθέτης Julian Jarrod χάνει την ατμόσφαιρα που υποτίθεται ότι προσπαθεί να προσδώσει, την ατμόσφαιρα των μυθιστορημάτων της Austen.

Αυτό το στοιχείο είναι συνυφασμένο με την τρίτη αδυναμία: είναι κάτι παραπάνω από προφανής η προσπάθεια να αποδειχθεί ότι η ιστορία της Austen με τον Leffroy την ενέπνευσε για να γράψει το Pride and Prejudice. Αυτή η υπόθεση ενισχύεται και από τους φιλολόγους και τους μελετητές του έργου της. ‘Ομως ο Jarrod δεν μας πείθει: γιατί, όσο και αν υπάρχουν κοινά μεταξύ του χαρακτήρα της Jane με εκείνον της Elisabeth, η προσπάθεια να εμφανιστεί ο Leffroy ως ο Wickam που έγινε Darcy είναι εντελώς αφελής και τραβηγμένη. Εξίσου τραβηγμένη και ανεπιτυχής είναι και η προσπάθεια του σκηνοθέτη να κατασκευάσει παράλληλα της ταινίας του με την εξαιρετική σειρά του BBC, Pride and Prejudice: πέραν του ότι η τηλεοπτική μεταφορά εκτείνεται σε έξι επεισόδια και όχι σε 120 λεπτά, είναι πολύ φανερό πως η ταινία διακρίνεται από προχειρότητα σε αυτό το επίπεδο -και πως ο Andrew Davies, ο δημιουργός της τηλεοπτικής σειράς ήταν μεγαλύτερος γνώστης του αντικειμένου του. Θα ήταν προτιμότερο, λοιπόν, ο Jarrod να αποφύγει να μας θυμίζει την σειρά του BBC, γιατί η ταινία του είναι ο χαμένος από μια τέτοια σύγκριση.

Στα μείον της ταινίας, όσον αφορά στην πιστότητά της σε σχέση με την εποχή, μετρώ και το γεγονός ότι όλους τους γυναικείοι χαρακτήρες υποδύονται αποστεωμένες καλλονές, ενώ είναι γνωστό πως στις αρχές του 19ου αιώνα, τα πρότυπα της ομορφιάς είχαν μερικά περιττά κιλά -γεγονός που ελήφθη υπόψιν στην τηλεοπτική μεταφορά του Pride and Prejudice.

Κατά τα άλλα, από πλευράς ηθοποιών, ήταν πολύ επιτυχημένες οι επιλογές του James McAvoy στο ρόλο του Leffroy και των Julie Walters και James Cromwell, στους ρόλους των γονιών της Jane, αλλά η πολύφερνη Anne Hathaway, εκτός από το ότι είναι ομορφούλα, δεν προσφέρει τίποτα ουσιαστικότερο στην ταινία.

Εν ολίγοις, ειδικά αν έχετε δει το Pride and Prejudice, μην αφιερώσετε στο Becoming Jane κάτι περισσότερο από ένα κυριακάτικο βραδάκι -στο dvd εννοείται.

Ακούμε, φυσικά, το μουσικό θέμα των τίτλων του Pride and Prejudice.