Την έχω εξιδανικεύσει αυτή την πόλη, την ωραιότερη του κόσμου, κι όσα κι αν παθαίνει, εμένα μου αρέσει. Είναι λίγο σαν εφηβεία που θαυμάζεις κάποιον χωρίς κανένα όριο, είναι σημανικός, αναπνέεις μόνο για να μαθαίνεις τα νέα του. Και κάνεις πως τα στραβά δεν υπάρχουν.

Όσα κι αν συμβούν, ό,τι κι αν της κάνουν, δεν σταματά ποτέ να με συγκινεί. Τρομάζω κάπως περπατώντας στους δρόμους της πλέον, με ενοχλούν οι μπάτσοι, τα αυτοκίνητα, τα παραβιασμένα φαναρια, τα κάγκελα κάθε είδους. Με πληγώνουν οι πληγές της, οι ξέχειλοι κάδοι που προκαλούν ανθρώπους να ψάξουν την επιβίωσή τους εκεί μέσα.

Από τη Βιβλιοθήκη ως τη Χαριλάου Τρικούπη, χίλιες εικόνες. Το τυροπιτάδικο στη γωνία της Ιπποκράτους έχει γίνει trendy, λίγο παραπέρα, μπροστά στο Οντεόν παίζει μια μπάντα χάλκινα κι ένας μπόμπιρας χορεύει εμποδίζοντας τους βιαστικούς πεζούς να περάσουν. Μικροπωλητές, άστεγοι, φυλλαδιάδες, απεργοί πείνας, γραβατωμένοι, άνεργοι, χασομέρηδες, εργαζόμενοι, όλοι μαζί ένας αχταρμάς.

Ωραίος αχταρμάς, γοητευτικός για τις αντιφάσεις του. Κι είναι λίγο ξενερωτικό που όλοι είναι όπως είναι. Μια περιρρέουσα κατάθλιψη στην ατμόσφαιρα, κάτω από τον ήλιο. Μια γενιά -η δικιά μας- που τα έχει κυριολεκτικά χαμένα. Πιέζεται από παντού να δώσει λύσεις, να προβεί σε πράξεις, να γίνει δυναμική, ενώ ποτέ δεν της έδειξαν με τι μοιάζει ο δυναμισμός. Ψάχνει να βρει άκρη, απαντήσεις, προσπαθεί να χρησιμοποιήσει κώδικες που δεν κατάφερε να ολοκληρώσει, και δεν επικοινωνεί με κανέναν και τίποτα. Μοιάζουμε τόσο πολύ με τυφλά κουτάβια που τους φορέθηκε το ρουχαλάκι του ενήλικου άκαιρα, πρόωρα, βεβιασμένα. Μετέωρα αγγίγματα που δεν βρίσκουν ποτέ το στόχο τους, μετέωρες λέξεις που δεν βγαίνουν από τα χείλη, μετέωρα βλέμματα που αλλάζουν δρόμο την τελευταία στιγμή. Και μετέωρες πράξεις που σχεδιάζοναι αλλά δεν ολοκληρώνονται. Και πάνω που πάει να κάνει το βήμα, να πει τη λέξη, να αγγίξει, κάτι πάει πάντα στραβά, και ακολουθεί αναδίπλωση, επιστρέφει στα βήματά της που οδηγούν στο καβούκι. Τα κόκκινα χείλη μένουν αφίλητα και οι κόκκινοι δρόμοι μένουν απάτητοι.

Οι φίλοι μου είναι όλοι στεναχωρημένοι. Τελοσπάντων δεν την παλεύουν και πολύ. Ακόμα κι όταν γελάνε, στα μάτια τους παίζει αστραφτερά η μελαγχολία. Και ψυχανεμίζομαι πως δεν φταίνε οι λογαριασμοί που θα μείνουν απλήρωτοι. Φταίνε κι αυτοί, αλλά φταίει περισσότερο εκείνο το τσάκ, το κάτι που λείπει, οι αναστολές που κυριαρχούν, οι ενοχές που περισσεύουν, οι αντοχές που μειώνονται. Το είπαν thrisis, να χέσω την ορολογία της τρεντοσύνης, να πάνε να πνιγούν όσοι γεμίζουν σελίδες με τη μελαγχολία των φίλων μου.

Δεν είναι πως κλαίνε, είναι πως γελούν αμήχανα, υστερικά, άδεια. Είναι πως βιώνουν συμβολισμούς τελεολογικούς, πως αρχίζουν να νιώθουν μπαγιάτικοι. Είναι που πάντα τα βράδια γυρνάνε σπίτι τους μόνοι, ακόμα κι όταν κάποιος τους περιμένει στο κρεβάτι τους.

Αυτή η επ-άνασταση είναι πλέον απόλυτα επιτακτική ανάγκη. Όχι αύριο-τώρα.

(Αναζητώ το ερωτικότερο γέλιο που έχει ηχογραφηθεί ποτέ και που στο δίσκο προηγείται του κομματιού. Όποιος το έχει, να μου το δώσει, παρακαλώ).