Από την αρχή ήμουν πολύ επιφυλακτική προς τα βιβλία που γεννήθηκαν από τα blogs. Για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι δεν έβλεπα τον λόγο να αγοράσω κάτι που μπορούσα να διαβάσω δωρεάν. Ο δεύτερος ότι μου έβαζε ψύλλους στ’αυτιά αυτή η εισχώρηση των εκδοτών στο μετερίζι των blogs. To blogging για μένα είναι ένας φρέσκος τρόπος έκφρασης, πλουραλιστικός και δημοκρατικός, που δεν απευθύνεται σε λίγους και εκλεκτούς, αλλά σε όλους. Ακριβώς επειδή είναι καινοτόμο, είδα με καχυποψια την διαπλοκή του με τα εκδοτικά κατεστημένα και το όψιμο ενδιαφέρον των εκδοτών. Το βασικό μου όμως επιχείρημα ήταν το πρώτο. Όταν υπεραμυνόμαστε της δωρεάν παροχής μουσικής μέσω διαδικτύου, για να μην τα παίρνουν οι μεσίτριες – δισκογραφικές, με ποια λογική θα πληρώνουμε τους μεσίτες – εκδότες για να απολαύσουμε κάτι που παρέχεται πλουσιοπάροχα και δωρεάν;

Το ίδιο αισθανόμουν κάθε φορά που εκδιδόταν ένας ακόμα blogger. Και το ίδιο αισθάνθηκα και όταν βγήκε στις προθήκες το βιβλίο της Κωνσταντίνας, εξού και δεν έσπευσα για τα συχαρίκια, όπως πολλοί, ούτε και ανέβασα ποστ με τα νέα (άλλωστε το έκαναν τόσοι άλλοι). Μετά όμως, διάβασα την άποψη του Πόντιου, και κατάλαβα πως επρόκειτο για κάτι διαφορετικό. Και μετάνιωσα που για άλλη μια φορά έκρινα βιαστικά. Και μετά το κουβέντιασα με έναν διαδικτυακό φίλο και θερμό υποστηρικτή της Κωνσταντίνας, ο οποίος και προσφέρθηκε να μου το στείλει, όπερ και έκανε -και τον ευχαριστώ πολύ γι’αυτό.

413053758_7840e144cd.jpgΜόλις τελειώσα λοιπόν, το βιβλίο της Κωνσταντίνας. Και το αγάπησα πολύ. Καταρχάς, δεν πρόκειται καθόλου για μεταφορά του blog σε τυπωμένο χαρτί. Καμία σχέση. Δεύτερον, η Κωνσταντίνα δεν το παίζει συγγραφέας, δεν πλασάρεται για κάτι που δεν είναι (κάτι που έτσι κι αλλιώς δεν κάνει ούτε στο διαδικτυακό της μαγαζί, ούτε στην πραγματική ζωή) -είναι απόλυτα ειλικρινής. Με πολύ ανθρώπινο, αυθόρμητο, ανοιχτό και ειλικρινή τρόπο, μιλάει για το ζόρι που πέρασε, βγάζει από μέσα της όλα εκείνα που νιώθει. Σπάει τη σιωπή για ένα θέμα – ταμπού, ενώ το blog περνά σαφώς σε δεύτερο πλάνο. Το blog της από όσο κατάλαβα, χρησίμευσε σαν σάκκος του μποξ, όσο πέρναγε το ζόρι της, και είναι πολύ ενδιαφέρων και έξυπνος ο τρόπος που παρεμβάλλονται τα διαδικτυακά κείμενα στην αφήγηση. Παρακολουθούμε παράλληλα, τι συνέβαινε στην πραγματική της ζωή, κάθε φορά που ανέβαινε ένα κείμενο. Διηγείται την ιστορία της και παράλληλα διαβάζουμε τι είχε γράψει στο blog όταν συνέβαινε κάθε περιστατικό.

Δύο πράγματα με προβλημάτισαν όσο διάβαζα το βιβλίο. Το πρώτο είναι γιατί η υπογονιμότητα είναι ταμπού και γιατί όσοι πλήττονται από αυτήν, στιγματίζονται. Δηλαδή δεν τους φτάνει το ζόρι τους, πρέπει να υφίστανται και κοινωνική κριτική; Γιατί είναι ντροπή να μην μπορείς να κάνεις παιδιά; (Με την ίδια λογική που είναι ντροπή να είσαι ανάπηρος ή άσχημος, υποθέτω. Ο παραλογισμός του ρατσισμού παρών και σε αυτό το θέμα). Είναι εξοργιστικό.

Το δεύτερο που με προβλημάτισε, είναι το γεγονός ότι, επειδή έχω γνωρίσει και στην πραγματική ζωή την Κωνσταντίνα, ένιωθα όσο διάβαζα, ότι κρυφοκοιτάω από την κλειδαρότρυπα την προσωπική της ζωή -και εκείνη του Τάσου. Και ένιωθα κάπως άβολα, σαν να διάβαζα το κρυφό ημερολόγιο κάποιου. Αυτό βέβαια έχει να κάνει με κάποιο δικό μου κόλλημα, αφού το «κρυφοκοίταγμα» γινόταν με την «άδειά» τους. Πάντως, συνειδητοποίησα πόσο διαφορετικό είναι να διαβάζεις το βιβλίο ενός μακρινού και άγνωστου συγγραφέα από το να διαβάζεις το βιβλίο κάποιου που ξέρεις προσωπικά -ειδικά εφόσον αυτό το βιβλίο αφορά σε ένα κομμάτι της πραγματικής ζωής του γράφοντα.

Νομίζω πως για ένα τέτοιο βιβλίο δεν χωράνε σχόλια του τύπου «μου άρεσε» ή «ήταν πολύ καλό». Μια κατάθεση ψυχής, μια εξομολόγηση δεν είναι «πολύ καλή», δεν «αρέσει». Το βιβλίο μου ξύπνησε τρυφερότητα, το βίωσα, με άγγιξε πολύ και με συγκίνησε. Σε αυτό, βέβαια, έπαιξε ρόλο και η ζωντανή και άμεση γραφή της Κωνσταντίνας. Και, παράλληλα, έμαθα και ένα σωρό πράγματα, για ένα θέμα που αγνοούσα εντελώς -και που δεν ξέρουμε ποτέ αν θα χτυπήσει και την δική μας πόρτα.

Και στο τέλος, έκλαψα κι εγώ λιγάκι για τα χαμένα αστεράκια της Κωνσταντίνας.