hammer_1.pngΤις καθημερινές, ξυπνάω όταν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Το οποίο, ανάλογα με τη μέρα, χτυπάει ή στις 7.15 ή στις 7.55.  Τα Σαββατοκύριακα πάλι ξυπνάω… εχμ, όχι πριν τις 14.00 και ίσως και μετά τις 15.30. Επίσης, όπως είναι γνωστό, δεν μαγειρεύω ποτέ και γενικώς από νοικοκυριό, κάνω τα απαραίτητα, και συνήθως κατεβάζοντας καντήλια. Δηλαδή, να έχουμε καθαριότητα και τάξη, αλλά δεν θα ξοδέψουμε και τη μέρα μας για να βγει καλή η τσάκιση στο σιδέρωμα (μπλιαχ!).

Σήμερα, όμως, βιώσα μια αλλόκοτη εμπειρία, και δεν ήμουν σίγουρη αν ήταν ο εαυτός μου που έκανε όσα ένιωθα πως έκανα. Η κακή αρχή έγινε με από το ξύπνημα. Διότι ναι μεν, εγώ ξενύχτησα χτες, υπολογίζοντας στο 15ωρο ύπνο -μέχρι τις τρεις το μεσημέρι τουλάχιστον-, αλλά λογάριαζα χωρίς τον ξενοδόχο, δηλαδή τους γείτονες που ανακαινίζουν το διαμερισμά τους και αποφάσισαν να αρχίσουν να κοπανάνε δεν-ξέρω-τι με δεν-ξέρω-ποιο-εργαλείο, από τις 10 το πρωί. Μα, είναι δυνατόν?! Δέκα το πρωί, καλέ μου, κοιμάται ο κόσμος. Πώς έρχεσαι εσύ και σφυροκοπάς μες το κρανίο του, ντουπ ντουπ ντουπ; Το πιο φρικιαστικό δε είναι πως στις 12 ακριβώς σταμάτησαν. Μα, δεν μπορούσαν να κοπανήσουν 12 με 2; Ή 2 με 4; Έπρεπε ντε και σώνει 10 με 12; Αλλά βέβαια, όπως έχουμε ξαναπεί, σε αυτή τη χώρα, 12 το μεσημέρι σταματά να γυρίζει η γη, σταματά να κυλάει ο χρόνος, σταματούν άπασες οι εργασίες, διότι στις 12 είναι ώρα φαγητού, ώρα ιερή. Ό,τι είναι το Σάββατο για τους Εβραίους! Κι εμείς οι ξένοι που κοιμόμαστε ως τις 3 και παίρνουμε πρωινό στις 5, πρόβλημά μας!

Έκανα υπομονή ως τις 10.45, στριφογυρίζοντας στο κρεβάτι μου και προσευχόμενη να κρεμάνε απλώς ένα/δὐο/πέντε, έστω δέκα κάδρα και να σταματήσουν επιτέλους. Αλλά όχι, τα κοπανήματα συνέχιζαν απτόητα και εγώ αναγκάστηκα να σηκωθώ από τις 10.45 σαββατιάτικα -και φυσικά μες τη γκρίνια! Ατελείωτες σαββατιάτικες ώρες ξεδιπλώνονταν μπροστά μου και αποφάσισα να τις αξιοποιήσω κάπως τουλάχιστον, αφού δεν κατάφερα να κοιμηθώ.

Έφτιαξα, λοιπόν, φραπεδιά, έκανα μια βόλτα σε mails και blogs, εκνευρίστηκα που δεν μπορούσα να μπω στο δικό μου (για κάποιο μυστήριο λόγο, τις τελευταίες μέρες, το καινούριο μπλιμπλίκι αρνείται πεισματικά να ανοίξει το blog μου και το dashboard μου, ενώ ανοιγει όλα τα άλλα blogs, αν και κάνει μερικά νεράκια στο blogspot. Αυτή την πολιτική διακρίσεων αδυνατώ να την κατανοήσω!), διάβασα λίγο από το βιβλιαράκι μου και μετά μου ήρθε έμπνευση. Έκανα τη νοικοκυρά!

Σήμερα, λοιπόν, ανακάλυψα τον θαυμαστό κόσμο της κηπουρικής. Εδώ και καιρό έβλεπα ένα από τα φυτά μας να μαραζώνει και να αργοπεθαίνει, μέχρι που έφτασε να καταντήσει δύο ξερά κοτσανάκια σε μια έρημη γλάστρα. Κι ένα άλλο που είχε ήδη μετατραπεί σε ξερά κοτσανάκια να με κοιτάζει παραπονεμένα από το γλαστράκι του. Από την άλλη, ο δυόσμος είχε μεγαλώσει επικίνδυνα και χρειαζόταν μεταφύτευση για να μην πάθει ασφυξία. Αλλά, εγώ αυτά τα βαριέμαι (εξού και επιλέγω σκληραγωγημένα ανθεκτικά φυτά, όπως κακτοειδή -κι ας κάνουν κακό feng shui, δεν μπορούμε να τα έχουμε και όλα!-, ή όπως ένα άλλο, πολύ σκληρό καρύδι, που δεν ξέρω πώς το λένε, το οποίο, παρά την κακομεταχείρηση, επιμένει να ζει εδώ και σχεδόν τέσσερα χρόνια και μάλιστα να ψηλώνει και να φουντώνει!

Ξεπάτωσα, λοιπόν, τα κοτσανάκια και τα πέταξα, μεταφύτεψα τον δυόσμο σε ένα από τα απελευθερωμένα μεγαλύτερα γλαστράκια, αλλά δεν μου έφτασαν αυτά. Είχα πάρει φόρα. Έτσι, έβαλα λίπασμα σε όόόλα τα φυτάκια, μάλιστα στο σκληρό καρύδι το παράκανα και πλημμυρίσαμε, αλλά χαλάλι, έριξα κι ένα σφουγγάρισμα μετά. Τα τοποθέτησα σε καλές θέσεις κοντά στα παράθυρα και μετά, επειδή έχω ακούσει πως είναι καλό να μιλάμε στα φυτά, πήγα κοντά τους και τους έλεγα ερωτόλογα, όπως  «τι κουκλάκια που είστε εσείς; θα αντέξετε παρά την κακομεταχείριση, ε; αχ, μη μου πεθάνετε κι εσείς!». Τα κακόμοιρα τα φυτά, αν όντως καταλαβαίνουν, θα πρέπει να μου έριξαν σιωπηρά απίθανα μπινελίκια, όπως «άντε από δω μωρή, που μας είχες στη δίψα και στο φτύσιμο τόσο καιρό και τώρα μας κάνεις την καλή!». Αλλά τα φυτά, ως γνωστόν, ευτυχώς, δεν μπορούν να μιλήσουν.

Το ανησυχητικότερο δε όλων, είναι πως μου άρεσε η κηπουρική, το φχαριστήθηκα και ήθελα κι άλλο. Τόσο που αποφάσισα να πάρω κι άλλα φυτάκια! Μέχρι που υποχώρησα στις πιέσεις του καλού μου και του είπα, πως, εντάξει, να πάμε στην Ολλανδία να αγοράσουμε τουλίπες, τώρα που είναι και η εποχή τους!

Μετά, λοιπόν, αφού είχα πάρει φόρα, τακτοποίησα την αποθήκη, έβαλα πλυντήριο ρούχων και άπλωσα και, επίσης έβαλα ΚΑΙ πλυντήριο πιάτων! Όλα αυτά μαζί.

Μετά, ο καλός μου είχε ετοιμάσει φαγητάκι: μπακαλιάρο. Εγώ ως γνωστόν, ψάρια ΔΕΝ τρώω, αλλά σήμερα κάτι μου συμβαίνει. Κάτι αλλόκοτο. Βρήκα τον μπακαλιάρο νοστιμότατο!

Αχ, δεν αισθάνομαι καλά….