Για χρόνια υπήρχαν φήμες ότι οι διεθνείς χρηματοοικονομικοί θεσμοί επιδίδονταν στην τέχνη της δημιουργίας «ψευδο-κρίσεων» (όπως τις είχε ονομάσει ο Γουίλιαμσον) προκειμένου να υποχρεώνουν χώρες να υποκύπτουν στις επιθυμίες τους, όμως ήταν δύσκολο να αποδειχθούν οι φήμες αυτές. Η πιο εκτενής μαρτυρία προέρχεται από τον Ντέιβισον Μπαντού, έναν πληροφοριοδότη που εργαζόταν στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και κατηγόρησε τον οργανισμό ότι «μαγείρευε» τα στοιχεία προκειμένου να καταδικάσει την οικονομία μιας χώρας, η οποία ήταν μεν φτωχή. αλλά είχε ισχυρή θέληση αντίστασης.
Ο Μπαντού γενήθηκε στη Γρενάδα, σπούδασε οικονομικά στο LSE και ξεχώρισε στην Ουάσιγκτον για το αντισυμβατικό προσωπικό του στυλ: άφηνε τα μαλλιά του αχτένιστα, όπως ο Αϊνστάιν και προτιμούσε να φοράει αντιανεμικά μπουφάν, αντί για ριγέ κοστούμια. Εργάστηκε για 12 χρόνια στο ΔΝΤ σχεδιάζοντας προγράμματα διαρθρωτικών προσαρμογών για την Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική. Μετά την απότομη στροφή του οργανισμού προς τα δεξιά, επί εποχής Ρέιγκαν και Θάτσερ, ο ανεξάρτητα σκεπτόμενος Μπαντού άρχισε να αισθάνεται ολοένα και πιο άβολα στη δουλειά του. Το ΔΝΤ είχε γεμίσει Παιδιά του Σικάγου υπό την ηγεσία του εκτελεστικού διευθυντή, του φανατικού νεοφιλελεύθερου Μισέλ Καμντεσί. Όταν ο Μπαντού παραιτήθηκε, το 1998, αποφάσισε να αφοσιωθεί στην αποκάλυψη των ενόχνω μυστικών του πρώην εργοδότη του. Η πρώτη του ενέργεια ήταν να στείλει μια ναοιχτή επιστολή στον Καμντεσί, υιοθετώντας το επικριτικό ύφος της επιστολής που είχε στείλει πριν από μια δεκαετία ο Αντρέ Γκούντερ Φρανκ στον Μίλτον Φρίντμαν.
Με γλαφυρότητα σπάνια για οικονομολόγο του ΔΝΤ, ο Μπαντού άρχιζε την επιστολής του ως εξής: «Σήμερα παραιτούμαι από το προσωπικό του ΔΝΤ ύστερα από 12 χρόνια και έπειτα από χίλιες μέρες εργασίας στο εξωτερικό ως αξιωματούχος του Ταμείου, κατά τη διάρκεια των οποίων, με όπλα τα φάρμακά σας και τα κόλπα σας, εφορμούσα σαν γεράκι εναντίον των κυβερνήσεων και των λαών της Λατινικής Αμερικής, της Καραϊβικής και της Αφρικής. Για μένα, η παραίτησή μου είναι μια ανεκτίμητη απελευθέρωση, επειδή με αυτό τον τρόπο κάνω το πρώτο μεγάλο βήμα που θα μου επιτρέψει να ελπίζω ότι θα ξεπλύνω τα χέρια μου από αυτό που στα μάτια μου είναι το αίμα εκατομμυρίων φτωχών και πεινασμένων ανθρώπων. […] Ξέρετε, το αίμα είναι τόσο πολύ, που κυλάει σε ποτάμια. Κι όταν στεγνώνει, σχηματίζει πάνω μου κρούστα. Μερικές φορές αισθάνομαι ότι δεν υπάρχει αρκετό σαπούνι σε ολόκληρο τον κόσμο για να καθαριστώ από όλα όσα έκανα εν ονόματί σας.»
Ο Μπαντού συνέχιζε τεκμηριώνοντας τις καταγγελίες του εναντίον του ΔΝΤ ότι χρησιμοποιούσε τις στατιστικές ως «φονικά» όπλα. Παρέθετε λεπτομερή στοιχεία για το πώς, ως υπάλληλος του ΔΝΤ, είχε αναμειχθεί σε εσκεμμένα «στατιστικά σφάλματα»προκειμένου να διογκωθούν τα αριθμητικά στοιχεία στις εκθέσεις του Ταμείου για το πλούσιο σε πετρέλαιο Τρινιντάντ και Τομπάγκο, ώστε η χώρα να δείχνει πολύ λιγότερο σταθερή από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Ο Μπαντού ισχυριζόταν ότι το ΔΝΤ είχε διογκώσει τα στατιστικά στοιχεία για το εργατικό κόστος, με συνέπεια η παραγωγικότητα της χώρας να φαίνεται πολύ χαμηλή -παρόλο που το Ταμείο γνώριζε τα πραγματικά δεδομένα. Σε μια άλλη περίπτωση, διατεινόταν, το ΔΝΤ «επινόησε, κυριολεκτικά από το πουθενά, ένα τεράστιο απλήρωτο κρατικό χρέος».
Αυτές οι «απαράδεκτες παρατυπίες», που, σύμφωνα με τον Μπαντού, ήταν εσκεμμένες και δεν οφείλονταν σε «επιπόλαιους μαθηματικούς υπολογισμούς», αντιμετωπίστηκαν ως αδιαμφισβήτητα δεδομένα από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες έκριναν την οικονομία του Τρινιντάντ και Τομπάγκο επισφαλή και σταμάτησαν να το χρηματοδοτούν. Τα οικονομικά προβλήματα της χώρας, που είχαν πυροδοτηθεί από τη μείωση της τιμής του πετρελαίου, του βασικού εξαγωγικού προϊόντος της, πήραν γρήγορα ολέθριες διαστάσεις και το Τρινιντάντ και Τομπάγκο αναγκάστηκε να ικετεύσει το ΔΝΤ να διασώσει την οικονομία του. Το Ταμείο απαίτησε να γίνει αποδεκτό αυτό που ο Μπαντού αποκαλεί «το πιο θανατηφόρο φάρμακο» του ΔΝΤ: απολύσεις, περικοπές στους μισθούς και «όλη η γκάμα» των πολιτικών διαρθρωτικής προσαρμογής. Ο Μπαντού περιέγραψε τη διαδικασία ως «εσκεμμένη διακοπή της οικονομικής γραμμής της ζωής της χώρας μέσω τεχνασμάτων», με σκοπό «αφού πρώτατο Τρινιντάντ και Τομπάγκο καταστραφεί οικονομικά, να υποστεί στη συνέχεια την απαιτούμενη διαδικασία αναμόρφωσης».
Στην επιστολή του, ο Μπαντού, που πέθανε το 2001, καθιστούσε σαφές ότι οι αντιρρήσεις του δεν αφορούσαν μόνο τον τρόπο αντιμετώπισης μιας χώρας από μια χούφτα αξιωματούχων. Αντιμετώπιζε ολόκληρο το πρόγραμμα των διαρθρωτικών προσαρμογών του ΔΝΤ ως μια μορφή μαζικών βασανιστηρίων, καθώς «κυβερνήσεις και λαοί που ουρλιάζουν από τον πόνο υποχρεώνονται να γονατίζουν μπροστά μας τσακισμένοι, τρομοκρατημένοι και κομματιασμένοι, ικετεύοντας για ένα ίχνος λογικής και αξιοπρέπειας εκ μέρους μας. Όμως, εμείς γελάμε απάνθρωπα στα μούτρα τους και τα βασανιστήρια συνεχίζονται αμείωτα».
Μετά τη δημοσίευση της επιστολής, η κυβέρνηση του Τρινιντάντ και Τομπάγκο ανέθεσε σε δύο ανεξάρτητες επιτροπές να διερευνήσουν τις κατηγορίες και διαπιστώθηκε ότι ήταν σωστές: το ΔΝΤ είχε διογκώσει και χαλκεύσει στατιστικά στοιχεία, με ολέθριες επιπτώσεις για τη χώρα.
Ωστόσο, παρά την προσεκτική τεκμηρίωσή τους, οι εκρηκτικές κατηγορίες του Μπαντού κυριολεκτικά έπεσαν στο κενό. Το Τρινιντάντ και Τομπάγκο είναι ένα σύμπλεγμα μικρών νησιών στα ανοιχτά της Βενεζουέλας και, εκτός αν οι κάτοικοι της χώρας καταλάβουν τα κεντρικά γραφεία του ΔΝΤ, είναι μάλλον απίθανο τα παράπονά τους να προσελκύσουν την παγκόσμια προσοχή. Παρ’ολ’αυτά, το περιεχόμενο της επιστολής ενέπνευσε ένα θεατρικό έργο με τίτλο Η επιστολή παραίτησης του κυρίου Μπαντού από το ΔΝΤ (50 χρόνια είναι αρκετά), που ανέβηκε σε ένα μικρό θέατρο στο East Village της Νέας Υόρκης το 1996. Παραδόξως, η κριτική που δημοσιεύτηκε στους New York Times ήταν θετική και εκθείαζε την» ασυνήθιστη δημιουργικότητα» και τα «πρωτότυπα σκηνικά και κοστούμια» του έργου. Με εξαίρεση αυτή την κριτική, οι New York Times δεν έχουν μνημονεύσει ποτέ άλλοτε το όνομα του Μπαντού.
Naomi Klein, Το Δόγμα του Σοκ (The Shock Doctrine, 2007), Αθήνα 2010, σελ. 351-353
===========================================================
Από την Πολωνία ως το Ιράκ, από τη Ρωσία ως την Ταϋλάνδη, από τη Νότια Κορέα ως την Αργεντινή και από τη Βολιβία ως το Αφγανιστάν, εδώ και 4 δεκαετίες, η Σχολή του Σικάγου πειραματίζεται εφαρμόζοντας την ίδια θεραπεία, αυτήν του σοκ, που βασίζεται στο τρίπτυχο «περικοπές, ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση», με στόχο να σώσει οικονομίες που νοσούν. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, το φάρμακο της Σχολής του Σικάγου είχε εφαρμοστεί μόνο από δικτατορικά καθεστώτα, όπως αυτό της Χιλής του Πινοσέτ. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μετά, το φάρμακο υιοθετήθηκε και από δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις, όπως της Βολιβίας του Βίκτορ Πας, της Πολωνίας της Αλληλεγγύης ή της Ρωσίας του Γιέλτσιν. Κι αν οι δικτατορίες ξεμπέρδευαν εύκολα με τις «αντιδράσεις», κάνοντας χρήση βασανιστηρίων, φυλακίσεων και εκτελέσεων, στις δημοκρατίες επιστρτεύτηκαν μέσα όπως η επιβολή «κατάστασης εκτάκτου ανάγκης» (Βολιβία) ή η «αναστολή λειτουργίας δημοκρατικών θεσμών» (Ρωσία). Σε άλλες περιπτώσεις πάλι, οργανώθηκαν πολεμικές συρράξεις, προκειμένου να αποπροσανατολιστεί ή να τρομοκρατηθεί η κοινή γνώμη, όπως στη Βρετανία (Φώκλαντ) ή στη Ρωσία (Τσετσενία).
Σε όλες τις περιπτώσεις, τα αποτελέσματα του φαρμάκου κρίθηκαν αμφιβόλου αποτελεσματικότητας. Σε καμία πάντως περίπτωση, ο Φρίντμαν και οι μαθητές του δεν αναρωτήθηκαν μήπως κάτι δεν πήγαινε καλά με το φάρμακο: η θέση τους είναι πως το φάρμακο είναι σωστό, αλλά οι πολιτικοί και οι κυβερνήσεις που το χρησιμοποίησαν, το έκαναν με λάθος τρόπο.
Αναζητείται κυβέρνηση που θα χρησιμοποιήσει το φάρμακο σωστά.