Σήμερα φεύγω από την Ελλάδα και λυπηθηκα που δεν καταφέραμε να τα πούμε από κοντά. Σκέφτομαι, δεν πειράζει, όταν ξαναρθω, που μπορεί να’ναι σε πέντε μήνες, μπορεί και πιο νωρίς, δεν ξέρω, η ζωή είναι απρόβλεπτη, γεμάτη εκπλήξεις.
Αυτό το «όταν ξαναρθω» βέβαια, είναι ασαφες και αφηρημενο, το ξέρω. Ξερω ακόμα πως η δική μας φιλία είναι μια πραγματική απόδειξη πως οι ζωές των ανθρώπων τεμνονται και απομακρυνονται με ένα ρυθμό ακανόνιστο, όμως ο καθένας μας μπορεί να επαναφέρει την τροχιά του κοντά στην τροχιά του άλλου, εφόσον κι οι δυο το θέλουν.
Είμαστε τόσο διαφορετικοί, αλλά μας διαπνεουν μερικές βασικές κοινές συντεταγμενες, συνεννοουμαστε μερικές φορές με μισή λέξη, δεν είναι συνηθισμένο αυτό και με κάνει να αναθαρρω, όταν εντοπιζω τέτοιες περιπτώσεις.
Έχω πολύ κακή σχέση με το μεταφυσικό, είμαι αθεραπευτα ρεαλιστρια, ξέρεις, του «διαφωτισμου», που τόσο της μόδας είναι, με μια έννοια όμως που όσοι χρησιμοποιούν τη λέξη επειδή είναι του συρμου, μάλλον δεν καταλαβαίνουν : εννοώ πως αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω και δέχομαι μόνο όσα είναι απτα και συγκεκριμένα. Θέλω να μου τα κάνουν ταληρα.
Ξεφυγα όμως, ξανά. Δεν το’χω λοιπόν με τη μεταφυσική, πιστεύω πολύ στον άνθρωπο, στο μυαλό και το συναίσθημα και τη δημιουργία του. Και μάλλον εκεί είναι που τεμνονται οι τροχιες μας.
Και σε κάτι άλλο. Είμαστε, θαρρώ, κι οι δυο, ρεαλιστες και ρομαντικοι, ταυτόχρονα. Περίεργη μίξη. Δεν πιστεύουμε σε θεούς και υπερφυσικες δυνάμεις, αλλά μπορούμε να συγκινηθουμε σε βαθμό μελοδραματισμου με τα θαύματα της φύσης και της ανθρώπινης δημιουργίας. Και με ένα βιβλίο, ένα τραγούδι, ένα στίχο, ένα χαμόγελο, την αφέλεια μιας παιδικής κουβεντας.
Καλή ανταμωση, φίλε μου. Με περίπου δύο χιλιάδες χιλιόμετρα ανάμεσα μας, ας πιούμε στα όμορφα πράγματα που θα βρούμε μπροστά μας.
Οι ορίζοντες είναι πάντα ίσιοι, κι όσοι το βλέπουν αυτό έχουν βλέμμα καθαρό και δεν παρεξηγούν. Οι δύσκολες μέρες, που τέτοιες υπάρχουν πολλές, υπάρχουν για κάποιο λόγο: κάνουν την επόμενη μέρα να μοιάζει πιο φωτεινή. Μερικές φορές, οι δύσκολες μέρες κρατάνε βδομάδες, αλλά και πάλι στο τέλος του δρόμου μας περιμένει φως. Και πάντως σίγουρα, είναι πολύ διδακτικές.
Μου αρέσουν επίσης οι ίσιοι δρόμοι, οι ευθείες κουβέντες και τα καθαρά σχήματα. Βέβαια, εγώ έχω και OCD, οπότε μάλλον αυτό είναι ίσως μια αιτία.
Όσο περνάει ο καιρός, αρχίζω να εκτιμώ περισσότερο τις ώρες που περνάω με μένα ή με λίγους ανθρώπους. Δε θέλω πια μεγάλα πάρτυ και πολυκοσμίες. Θέλω χαλαρότητα και ησυχία και κουβέντα, να γίνεται αλισιβερίσι συναισθημάτων, γνώσεων, αλκοόλ και εμπειριών. Έτσι, τα λέω ευθέως και ελπίζω να μην παρεξηγηθώ. Έχω επίσης την εντύπωση ότι σε κάποιες περιπτώσεις μέσα σε γρήγορους ημίωρους καφέδες ειπώθηκαν συμπυκνωμένα τα σημαντικά και ουσιαστικά. Αντίθετα συναντήσεις που κράτησαν ώρες, ήταν γεμάτες πλατειασμούς και χωρίς ουσία.
Η ουσία αυτή που αναζητάμε, είναι μάλλον η καθαρότητα. Σαν όταν κοιτάς πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας προς το βυθό και το νερό είναι τόσο κρυστάλλινο που διακρίνεις κάθε λεπτομέρεια του βυθού. Σαν τη θάλασσα που σου στέλνω με αυτή την καρτ-ποσταλ. Τη θάλασσα που ανυπομονώ να παώ να βρω σε λίγες μέρες. Ένα καθαρό και σαφές μήνυμα, σε χρώμα ευκρινές και με αναγνώσιμες προθέσεις.
Νιώθω πως μας περικυκλώνει ο θάνατος. Και δεν είναι μόνο που το φετεινό καλοκαίρι είναι τόσο ματωμένο. Είναι και που όλο μαθαίνω για θανάτους, κι όλο ακούω τέτοια νέα. Σκέφτομαι να αφήσω όλη αυτή τη θανατίλα όμως και να επικεντρώθω στο θαλασσινό πλάνο που επίκειται και πλησιάζει.
Καλή αντάμωση, Χαμένο [και περιμένω την κάρτα σου 🙂 ]
Κοίτα να δείς, Βιβλιοθηκάριε, που με ιντριγκάρισες με την καρτ-ποστάλ σου, καθώς άγγιξες δυο θέματα που πολύ αγαπώ: τη γλώσσα και την πατρίδα. Θυμάμαι ένα στριπάκι της Μαφάλντας που λέει περίπου «Οι Ελβετοί αγαπάνε τη Ελβετία, επειδή γεννήθηκαν εκει; Οι Τούρκοι αγαπάνε την Τουρκία, επειδή γεννήθηκαν εκεί; Αν δεν εκνευριζόταν οι δασκάλα, θα έγραφα μια έκθεση όλο με τέτοιες ερωτήσεις: πατριωτισμός και συνήθεια, ο τίτλος». Δεν το περιγράφω καλά, αλλά είμαι σίγουρη πως το ξέρεις.
Η πατρίδα είναι μια πολύ ιδιόμορφη έννοια, πολύ υποκειμενική νομίζω. Ετυμολογικά μπορεί να προέρχεται από τη λέξη «πατέρας», υποθέτω πως υπό αυτό το πρίσμα «πατρίδα», είναι ο τόπος που γεννήθηκε κάποιος ή ο τόπος του πατέρα του, κάπως έτσι. Όμως πατρίδα τελικά για τον καθένα είναι εκεί που νιώθει οικεία, «home» που λένε κι οι Άγγλοι. Εμένα πατρίδα μου είναι η Αθήνα. Είναι λίγο και το Βρυξελλοχώρι πια.
Πατρίδα είναι και η γλώσσα, γιατί κι εκεί νιώθω οικεία, γιατί είναι το εργαλείο με το οποίο εκφράζομαι κι είναι αδιάσπαστο στοιχείο μας η έκφραση, θαρρώ. Πατρίδα είναι κι η μουσική, άρα πατρίδα σου είναι ίσως κι αυτές οι κασέτες που γράφεις για τις διακοπές σας. Πατρίδα είναι τα τραγούδια που διαλέγεις γι’αυτές τις συλλογές, όσο κι αν δύσκολα συνδυάζονται μεταξύ τους, εσάς είναι ο κοινός σας τόπος και θα είναι πατρίδα των παιδιών σας, σίγουρα, όπως κι εμένα πατρίδα μου είναι ο Λοΐζος κι ο Χατζηδάκις που ακούγαμε στις διακοπές των παιδικών μου χρόνων στο αυτοκίνητο.
Πάνε πολλά χρόνια που δεν έχω γράψει κασέτα, ούτε καν ακούσει. Ούτε και ξέρω πόσα, καμιά δεκαετία σίγουρα. Δεν μπορώ να σου πω αν μου λείπει, νομίζω πως όχι, γιατί πλέον έχω κακή σχέση με τη νοσταλγία, επειδή έχω συμφιλιωθεί με το παρελθόν. Δε νομίζω πως θα μπορούσα να ξανακούσω τις κασέτες των εφηβικών μου χρόνων, αυτές που γράφαμε και χαρίζαμε στους αγαπημένους συμμαθητές μας. Κάπου κάπου ακούγεται τυχαία κάποιο τραγούδι από τότε και σχεδόν ενοχλούμαι.
Ξέρεις, εγώ δεν έχω χωριό, κι έτσι οι διακοπές των παιδικών μου χρόνων, είναι μοιρασμένες σε ένα σωρό ελληνικά μέρη, νησιά ή όχι, κάθε χρονιά και άλλος τόπος. Μου αρέσει αυτό, μου άρεσε τότε, έτσι κι αλλιώς εγώ περνούσα το μεγαλύτερο μέρος των διακοπών μέσα στη θάλασσα: αλλά με άγχωνε και με στεναχωρούσε που κάθε χρόνο έπρεπε να μπω σε μια παρέα, να γίνω μέρος ενός συνόλου που μοιραζόταν κοινές αναμνήσεις από παλιότερα καλοκαίρια, ξέροντας πως το «μπορεί να τα πούμε του χρόνου» της τελευταίας μέρας, δεν επρόκειτο να εκπληρωθεί.
Έτσι βέβαια έχω πολλές πατρίδες, αλλά δέσιμο δεν έχω. Παρά μόνο με την Αθήνα. Τι με βάζεις και θυμάμαι τώρα. Είναι καλοκαίρι, είναι καιρός για χαρά και ξεγνοιασιά. Ακόμα και στο Βρυξελλοχώρι δεν βρέχει σήμερα, κι ας κάνει ψύχρα.
Θέλω να σου ευχηθώ, φέτος στα Πούλιθρα να προσθέσετε όλοι σας μια ακόμα πινελιά στην πατρίδα σας των καλοκαιρινών διακοπών. Και μπόλικες νότες, αλλά αυτό δε χρειάζεται να το ευχηθώ: έχεις ήδη φροντίσει!
Η καρτ-ποστάλ που έστειλες στον Silent, είχε κι άλλους αποδέκτες κι ένας από αυτούς ήμουν κι εγώ. Πολλές σκέψεις μου γέννησαν οι δικές σου σκέψεις -ή ίσως να τις είχα ήδη στα σπάργανα μες το κεφάλι μου και η καρτ-ποστάλ σου να τις απελευθέρωσε.
Είσαι τυχερός, Βιβλιοθηκάριε, που είσαι ευτυχισμένος τόσο όσο φαίνεται: λίγοι άνθρωποι έχουν την τύχη σου και για ακόμα λιγότερους αυτό διαρκεί περισσότερο από στιγμές ή μέρες. Σκέφτομαι πως κι εγώ την έχω γευτεί την ευτυχία, αλλά δεν κρατούσε πολύ. Ίσως να είναι καλύτερα έτσι, ίσως όταν κρατά λίγο να την εκτιμάμε περισσότερο.
Ίσως όμως από την άλλη να είμαστε εμείς υπεύθυνοι για την ευτυχία μας: εμείς φτιάχνουμε τις ζωές μας, εμείς έχουμε τις επιλογές, αν όχι για τα πράγματα και τα γεγονότα, πάντως για τη στάση μας απέναντι σε αυτά. Αυτοκριτική είναι αυτό: σκέφτομαι πόσες φορές θα μπορούσα να ήμουν καλά, αλλά δεν ήμουν γιατί έβαζα τον εαυτό μου σε κακό τριπ. Σκέφτομαι πόσα πράγματα θεωρώ δεδομένα ενώ δεν είναι. Σκέφτομαι πόσες πολλές φορές, η ίδια συνέχισα, προκάλεσα ή δεν σταμάτησα αυτά που με έβλαψαν, ενώ θα μπορούσα να το είχα κάνει έγκαιρα.
Ακόμα σκέφτομαι πως η ευτυχία είναι η απελευθέρωση από τους φόβους μας. Οι φόβοι πάντα υπάρχουν, το άγνωστο, το μέλλον, ο θάνατος, αλλά ευτυχισμένος είναι αυτός που διαχειρίζεται αυτούς τους φόβους, που τους βάζει στις πραγματικές τους διαστάσεις, τους κοιτάζει κατάματα και μαθαίνει να ζει μαζί τους.
Δε σκέφτομαι ποτέ το θάνατο: σα να μην υπάρχει. Μάλλον, δε σκέφτομαι ποτέ το δικό μου θάνατο: αντίθετα σκέφτομαι συχνά το θάνατο αγαπημένων ανθρώπων και αυτό, ναι, με τρομάζει. Βλέπεις οι άνθρωποι είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου: μαθαίνω από αυτούς, φχαριστιέμαι την παρέα τους, η χαρά μου είναι μισή κι η λύπη μου διπλή αν δεν τις μοιραστώ μαζί τους.
Ξέρω όμως και ανθρώπους που νίκησαν το θάνατο, μέσα από το αναπόδραστό του: ακούγεται αντιφατικό, το ξέρω, αλλά δεν είναι: γιατί το θέμα δεν είναι αν πεθαίνεις, αυτό είναι αναπόφευκτο, το θέμα είναι πώς. Και δε μιλώ για την υστεροφημία, μιλώ για τη διαχείριση και την αντιμετώπιση του ίδιου του γεγονότος.
Σκέφτομαι όμως το φόβο πολύ, είναι ένα πράγμα σύμφυτο με τη ζωή δυστυχώς. Νομίζω πως όλη η ζωή μας είναι μια συνεχής πάλη με τους φόβους μας. δεν πιστεύω αυτούς που λένε πως δεν φοβούνται: δε νομίζω πως υπάρχει άνθρωπος που δε φοβάται, ο καθένας μας άλλα πράγματα ίσως. Αντίθετα προς αυτό που λέει το κλισέ, ότι γενναίος είναι αυτός που φοβάται αλλά το παραδέχεται, εγώ νομίζω πως γενναίος είναι αυτός που φοβάται αλλά δεν μπλοκάρει τη ζωή του μέσα στους φόβους του. Κι εγώ το παραδέχομαι πως φοβάμαι: αυτό δε με κάνει γενναία.
Δεν είμαι γενναία, φίλε μου Βιβλιοθηκάριε: είμαι δειλή. Γιατί οι φόβοι μου με κυριεύουν συχνά, παραλύουν τη σκέψη και τη διορατικότητά μου. Και τελικά μόνο όποιος καταφέρει να μην τον κυριεύουν οι φόβοι του, μπορεί να είναι ευτυχισμένος.
Βαριά πράματα όλα αυτά, καλοκαιριάτικα, αλλά βλέπεις εγώ είμαι στο Βρυξελλοχώρι που έχει συννεφιά και ψύχρα και μια μίζερη ατμόσφαιρα, οπότε δύσκολο να γράψω πράγματα αλέγρα.
ΥΓ. Οπωσδήποτε να διαβάσεις το «Τι ωραίο πλιάτσικο!», είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά βιβλία που έχω διαβάσει και πιστεύω πως θα σου αρέσει πολύ.
Ένα λευκό χαρτί. Αν ήμουν παιδί, θα έπαιρνα μαρκαδόρους και θα ζωγράφιζα ένα σπίτι με κήπο πάνω σε ένα λόφο και με θέα στη θάλασσα. Αν ήμουν ερωτευμένη, θα έγραφα χίλιες φορές το όνομα του αγαπημένου μου. Αν ήμουν μουσικός θα χάραζα πέντε γραμμές κι ένα κλειδί του σολ και θα σου σκάρωνα μια μελωδία. Αν ήμουν αρχιτέκτονας, θα έφτιαχνα μια κάτοψη.
Δεν είμαι όμως τίποτα από όλα αυτά. Κι έλαβα οδηγίες να σου να γράψω εφτακόσιες λέξεις για την ομορφιά. Γράφω πάντα αυτόματα και χωρίς θέμα, κι όσο για να περιοριστώ σε αριθμούς και μάλιστα αριθμούς λέξεων -λέω να τετραγωνίσω τον κύκλο καλύτερα, πιο εύκολο. Και δεν είμαι ούτε συγγραφέας, ούτε ποιητής, ούτε στιχάκι. Είμαι απλά ένας άνθρωπος που περπατά μέσα στους δρόμους μιας γκρίζας πόλης, δρασκελώντας ξαπλωμένες ζωές στα πεζοδρόμια, περνώντας πλάι από μαγαζιά στολισμένα με λαμπιόνια και γιρλάντες, αποστρέφοντας το βλέμμα από τοιχοκολλημένες διαφημίσεις ανταλλάξιμης ομορφιάς, ευτυχίας και εκπλήρωσης, κοιτώντας φάτσες σκυθρωπές, που περπατούν κι αυτές και πάντα φτάνουν στα ίδια αδιέξοδα, παράλληλα με μένα, αλλά όχι μαζί. Απέναντι μάλλον και όχι δίπλα. Όλοι κάπου πάνε, όλοι κάπου θέλουν να φτάσουν, αλλά κανείς δεν ξέρει πού και έχουν όλοι βγει στους ίδιους αυτούς δρόμους χωρίς χάρτη.
Κι όπως παρατηρώ αυτό το αλλοπρόσαλο γαϊτανάκι του αποπροσανατολισμού και της αγκύλωσης, σκαλίζω την επιφάνεια, και βρίσκω την ατόφια δυστυχία και το χάος. Κάτω από κουβέρτες στρωμένες σε δρόμους γκρίζους και παγωμένους, μέσα σε μπαρ κι εστιατόρια γεμάτα πλαστικοποιημένα μενού, σερβιτόρους και πελάτες. Τα παγωμένα χαμόγελά τους και τα άδεια μάτια της υπαλληλοσύνης.
Δε ξέρω να σου πω για ομορφιά, ζω σε έναν άσχημο κόσμο. Ά-σχημο, χωρίς σχήμα. Ά-μορφο, χωρίς μορφή. Προκάτ και προβλέψιμο και επαναλαμβανόμενο. Και μάλλον το ωραίο είναι το αντίθετο από τους γκρίζους δρόμους που περπατάμε, από τα ψεύτικα λαμπιόνια και τις φτηνιάρικες γιρλάντες, από τις ψεύτρες διαφημίσεις και τα πλαστικά φαγητά.
Και μάλλον όλοι αυτοί οι άνθρωποι που άσκοπα περπατάνε, δρασκελώντας τους ζωνταντούς νεκρούς, τους απελπισμένους ανθρώπους και τα χαμένα παιδιά, ψάχνουν αυτό. Ψάχνουμε το σχήμα, τη μορφή. Ψάχνουμε δρόμους τεθλασμένους,, το φως της οβάλ φλόγας ενός κεριού, το ζεστό ψωμί.
Νιώθουμε, αντιλαμβανόμαστε και ορίζουμε εξ αντανακλάσεως, ονοματίζοντας το αντίθετο. Από τη μια η ομοιομορφία των στολών, από την άλλη η πολυχρωμία ενός πανό. Η προβλέψιμη εικόνα της τηλεόρασης απέναντι στο αυθόρμητο παιδικό γέλιο. Η τυποποιημένη χριστουγεννιάτικη γιρλάντα απέναντι στα κουλούρια που φτιάχνει η μάνα μας. Ο νεκρός ανούσιος λόγος και το ζωντανό τραγούδι. Τα έγγραφα γεμάτα άψυχους αριθμούς και η ψυχές αυτών που αγωνίζονται.
Με ρωτάς: ομορφιά; Απαντώ διαισθητικά, αυθόρμητα σου αραδιάζω χύμα λέξεις: η θάλασσα όταν φυσάει, τα χρώματα στο καλειδόσκοπιο, η ζωή που ανασαίνει, η αγάπη που νιώθουμε, το τελευταίο τσιγάρο πριν κοιμηθώ, ο ζεστός καφές το πρωί, το χαμόγελό σου, τα μάτια μας που λάμπουν όταν δημιουργούμε, οι ιδέες σου που πάντα με ενθουσιάζουν, μια σημαία κομμένη σε σχήμα μισοφέγγαρου, ένας τοίχος βαμμένος πορτοκαλί ή ροζ, οι πόρτες της φυλακής που σπάμε, ένα σύνθημα που φωνάζουμε όλοι μαζί μέσα σε ένα κλειστό γήπεδο, τα τραγούδια του Αγγελάκα, το σχολικό μου ημερολόγιο, οι πρώτες μας κασέτες, οι φωνές μας που σμίγουν στο δρόμο και στις συναυλίες.
Κι ακόμα: ανακάλυψα στην πόλη μου ένα τόσο δα στενάκι, στολισμένο με γκράφιτι. Σε μια εσοχή του τοίχου, ένα ζευγάρι που αγαπιέται. Αυτό μονάχα είναι η ομορφιά κι αυτό μονάχα είναι η σημαία μας απέναντι στο θάνατο που σκορπίζουν απλόχερα.
Δεν ξέρω να σου πω για την ομορφιά. Ζω σε έναν ά-σχημο κόσμο. Ξέρω μονάχα να σου πω αυτό που με ρωτάς, είναι η μοναδική απάντηση.
Κι ήρθε ο καιρός να πάψουμε να ετεροκαθοριζόμαστε. Ήρθε ο καιρός να πάψουμε να ορίζουμε εκ του αντιθέτου. Ο καιρός να αποκτήσουμε σχήμα και μορφή, να ορίσουμε εμείς τους δρόμους που θα βαδίσουμε πλάι-πλάι, “ήρεμα και απλά”, να πάψουμε να ψάχνουμε, αλλά να αποφασίσουμε να επιλέγουμε.
Θες να σου πω για ομορφιά. Σου λέω να’ρθεις κι εσύ μαζί μου, να πιαστούμε από το χέρι. Να επιλέξουμε να φτιάξουμε εμείς την ομορφιά. Να δώσουμε μορφή στην ομορφιά που θέλουμε να ζούμε.
Τους βλέπω στο facebook, είναι φίλοι απ’ τα παλιά, κάποτε κάναμε κοπάνες απ’ το σχολείο μαζί, κάποτε δουλεύαμε μαζί, κάποτε κάναμε θητεία μαζί, κάποτε συγκατοικούσαμε, κάποτε ήταν άνθρωποι με πολλά ενδιαφέροντα, κάποτε τους ζήλευα για την ικανότητα τους να ανακαλύπτουν πρωτοπορίες, να παθιάζονται με μουσικές, να διαβάζουν τα καλύτερα βιβλία, να διοργανώνουν τα καλύτερα πάρτι, να πηγαίνουν στα πιο ψαγμένα μαγαζιά. Και σήμερα δε λένε τίποτα. Ζήσαμε μαζί την προ-ολυμπιακή Αθήνα με τα σπασμένα πεζοδρόμια, τα μπάζα, τα αναχώματα, τις ατέλειωτες διαδρομές των αστικών λεωφορείων, μετά την αισιοδοξία ότι η ζωή μας και η Αθήνα αλλάζουν, τις άγριες εξερευνήσεις στην κοιλιά της πόλης, την προσδοκία της μεταμόρφωσης του βαρετού μητροπολιτικού κέντρου σε πολύχρωμη παλέτα εθνών όπως το περιέγραφαν τότε τα φρη πρες. Οι περισσότεροι από αυτούς διαφημιστές, επικοινωνιολόγοι, μαρκετινίστες, πάντα προσηλωμένοι με θρησκευτική ευλάβεια στην καριέρα τους, συνεχίζουν και σήμερα τις ίδιες βουβές ασυνάρτητες διαδρομές τους σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα, εξακολουθούν να ακούνε τις καλύτερες μουσικές, μέσα από το facebook κάνουν τσεκ ιν στα καλύτερα πάρτι, μας ενημερώνουν για τα υπέροχα ταξίδια τους στο εξωτερικό και περιφέρουν σαν ιερά σινδόνη το κουφάρι των τελευταίων διαφημιστικών τους προϊόντων που δεν μπορεί να αγοράσει πια κανείς. Αν χρειαστεί φυσικά θα την κάνουν για έξω, που να χαραμίζονται εδώ, εξάλλου αυτοί είναι τόσο νέοι και τόσο καταξιωμένοι, υπήρξαν τα καλύτερα μυαλά μιας εποχής που τέλειωσε εδώ και καιρό κι αυτοί δεν είδαν τίποτα, δεν άκουσαν τίποτα, δε λένε τίποτα.
Τους βλέπω ακόμα στο κέντρο της Αθήνας, στα μέρη που πηγαίναμε μαζί τότε και δεν έχει αλλάξει το παραμικρό. Με το άψογο βρετανικό τους φλέγμα που υιοθέτησαν απ’ τις σπουδές στο εξωτερικό βρέχουν τα φιλήσυχα μουστάκια τους σε ακριβά κοκτέηλς και δε λένε τίποτα. Τους βλέπω να παίρνουν φιλήδονες πόζες μπροστά στα τελευταία κουφάρια του lifestyle, να ξεφυλλίζουν interior design περιοδικά της προηγούμενης δεκαετίας, να στενοχωριούνται με τα ζώδια της ημέρας, να περιμένουν σε ουρές για ένα ακόμα άχρηστο gadget, να φουσκώνουν από υπερηφάνεια για τους εικονικούς τους followers και να μη λένε τίποτα. Μεταξύ τους μιλάνε μόνο για όσα έχουν ήδη χρεοκοπήσει, τις μάρκες των κακοραμμένων ρούχων τους, τις τιμές των γρήγορων αυτοκινήτων τους, τα χρώματα των άβολων επίπλων τους, τα σχήματα των άσχημων συσκευών τους, την γεύση των χαλασμένων κρασιών τους, τις θερμίδες των άνοστων φαγητών τους. Νερόβραστοι απολιτίκ χωρίς γνώμη αλλά με άποψη για όλα, γι’ αυτούς η φτώχεια, η ανεργία, η κρατική βία είναι εικονικά ολογράμματα σε μεσημεριανές εκπομπές, κάτι έχουν ακουστά για siemens, βατοπέδια, offshores, εξοπλιστικά προγράμματα, μαύρο πολιτικό χρήμα, λίστες λαγκάρντ, όλα αυτά όμως δεν τους αφορούν. Παραμένουν οι τελευταίοι ανυποχώρητοι και αψεγάδιαστοι υπερασπιστές του cool γιατί αυτό έμαθαν ότι είναι ο σκοπός της ζωής τους, ανυποψίαστοι ακόμα για την προσωπική τραγωδία που τους περιμένει στη γωνία.
Τους βλέπω στα πρακτορεία ΠΡΟ-ΠΟ να τζογάρουν σιωπηλά τη θλίψη τους στο ΚΙΝΟ και στα σουπερμάρκετ με κουπόνια του Πρώτου Θέματος στο χέρι να ψάχνουν τις πιο συμφέρουσες προσφορές απορρυπαντικών, τους βλέπω σκυφτούς σε στάσεις λεωφορείων, σε ουρές νοσοκομείων, στα σκαλάκια εκκλησιών να περιμένουν μάταια κάποιο θαύμα, βλέπουν βουβοί τα νομοσχέδια να περνούν, το ναζισμό να παρελαύνει, τα παιδιά τους να διαπομπεύονται, βουλιάζουν στην κατάθλιψη και δε λένε τίποτα. Τους βλέπω να ανέχονται σιωπηλά όσα μας τρομάζουν, νοσοκομεία χωρίς γάζες και οινόπνευμα, σχολεία χωρίς θέρμανση, δικαστήρια να αθωώνουν ζαρντινιέρες, νόμους να καταργούν την αξιοπρέπειά, εργολάβους να χτίζουν στο χάος, τραπεζίτες να ανταμείβονται από το κράτος για τις ζημιές τους, χρεοκοπημένους εκδότες να προπαγανδίζουν τον φόβο. Συνήθισαν τις μειώσεις των μισθών τους, τους απολυμένους συγγενείς τους, τα συσσίτια μπροστά στο σπίτι τους, τον εκφασισμό του κράτους, τα ανοιγμένα κεφάλια της αστυνομίας, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, την εξουσιομανία αυτών που τους πουλάνε και τους αγοράζουν φτηνά στα χρηματιστήρια των διεθνών τοκογλυφικών οργανισμών. Και συνεχίζουν να καταναλώνουν στημένες δημοσκοπήσεις, πειραγμένα βίντεο, αλλοιωμένες ειδήσεις, αναξιόπιστες στατιστικές, μουδιάζουν από φόβο μπροστά στα κυβερνητικά διαγγέλματα και δε λένε τίποτα, μόνο αγωνιούν για την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας λες κι αυτό θα σήμαινε το παραμικρό για τη μίζερη ζωούλα τους.
Τους βλέπω καθισμένους αναπαυτικά στους καναπέδες τους με ένα μπολ ποπ κορν στο χέρι να παρακολουθούν τις ειδήσεις του ΣΚΑΪ και να θυμώνουν με τους απεργούς που δεν βάζουν πλάτη να σωθεί η χώρα. Τους βλέπω να γκρινιάζουν στριμωγμένοι στην κίνηση στον Κηφισό ή στην Πέτρου Ράλλη, ακούγοντας την πρωινή ζώνη του ραδιοφώνου, να σκέφτονται πως θα βγάλουν το μήνα, να φρίττουν με τις εστίες ανομίας. Την ίδια ώρα η αστυνομία διαλύει απεργίες, συλλαμβάνει απεργούς, κηρύσσεται επιστράτευση, σε λίγο θα βγάλουν και τα τανκς στο δρόμο για να υπερασπιστούν τις καρέκλες τους, κι αυτοί βουβοί και άπραγοι διαλογίζονται με το νέο μάντρα της εποχής «τα νέα μέτρα είναι επώδυνα αλλά αναγκαία, τα νέα μέτρα είναι επώδυνα αλλά αναγκαία, τα νέα μέτρα είναι επώδυνα αλλά αναγκαία» και τι να κάνεις δηλαδή, πάνω απ’ όλα η αστική νομιμότητα, πάνω απ’ όλα το ευρώ, πάνω απ’ όλα να υπάρχει δουλίτσα κι ας μη ζει κανείς με το μισθό του πια.
Τους βλέπω όλους αυτούς και καταβάλλω φιλότιμες προσπάθειες να μπω στα παπούτσια τους, να δω πως σκέφτονται, να νιώσω κι εγώ για μια στιγμή “έντιμος άνθρωπος, κυρ-Παντελής”. Και χαίρομαι που δεν τους καταλαβαίνω. Και χαίρομαι που κάπου κάπου, μέσα από τα σπλάχνα της ιστορίας, ξεπηδούν και μερικοί μη έντιμοι άνθρωποι. Κι ευγνωμονώ αυτούς τους αδίσταχτους άνομους που κρεμάστηκαν στα δικαστήρια του Σικάγου κι εκείνους που δολοφονήθηκαν στην πλατεία Ταχρίρ και όσους άλλους άνομους πότισαν με αίμα τους δρόμους των μεγαλουπόλεων. Και χαίρομαι που σε τόσες αποστροφές της ιστορίας, υπήρξαν κάποιοι που αρνήθηκαν να γίνουν τα τσιράκια του άρχοντα ηλιθίου, που ξεντύθηκαν τα σαβανωμένα συνολάκια της σκονισμένης νεολαίας, που τίναξαν τη σκόνη απ’ τα μυαλά τα δικά τους και των άλλων.
Και νιώθω σα να είμαι πάνω σε μια μοτοσυκλέτα, λίγο πριν από αναστροφή, και δεν βλέπω τι έχει από πίσω, μα ακούω φωνές και βήματα, προσπαθώ να διακρίνω μορφές πίσω από τον κουρνιαχτό, αναπνέω άλλες ιδέες πασπαλισμένες με δακρυγόνα και κροτίδες, τη μυρωδιά του αίματος και της ζωής. Και θέλω να πω σε όλους αυτούς τους σιωπηλούς πλειοψηφούντες, τους κοπαδίτες τους βουβούς, πως πάντα σ’ αυτόν τον κόσμο που με φωτιά και με μαχαίρι προχωρεί, ήταν οι αδίσταχτες άνομες μειοψηφίες που έφερναν τον αέρα του μέλλοντος και τις ανατρεπτικές αλλαγές. Πως και τούτη η εποχή είναι από ‘κείνες που διαλέγουμε όλοι μας αν θα υποταχτούμε στο φόβο ή αν θα τον αντιμετωπίσουμε, κοιτώντας τον στα μάτια, έστω και με μάτια τρομαγμένα.
Μού’λεγε κάποιος πως στην Ελλάδα ο κόσμος δεν χορεύει. Είναι κάτι που έχω διαπιστώσει κι εγώ. Πριν από μερικά χρόνια, ούτε κι εγώ δεν χόρευα, προτιμούσα να κάθομαι στη γωνία και να παρατηρώ να κάνω τους Στάτλερ και Γουόλντορφ. Μέχρι που μου συνέβη, δεν θυμάμαι καν πώς και πότε και πού, αλλά ελάχιστη σημασία έχει, αυτό που έχει σημασία είναι το απίθανο συναίσθημα απελευθέρωσης που νιώθεις χορεύοντας. Σπουδαία βαλβίδα αποσυμπίεσης συναισθηματισμού και συσσωρευμένης έντασης.
Από την άλλη, δε μπορώ να μην αναρωτιέμαι γιατί. Γιατί να μην χορεύει ο κόσμος. Δε μπορώ να μην αποφύγω τη σύγκριση με τους και καλά «ξενέρωτους» βορειο-ευρωπαίους που, ατσούμπαλα ίσως, χορεύουν όμως. Χτυπιούνται σα βλαμμένα πιθανά, ε και; Υποθέτω πως αυτή η ψιλοκακιασμένη κριτική που μόλις έκανα κι εγώ είναι η αιτία που ο κόσμος δεν χορεύει. Σκέφτονται πως μάλλον δεν χορέυουν καλά και τι θα πουν αυτοί που τους βλέπουν; Ξες πως το λένε: κόμπλεξ.
Ντάξει, ό,τι νά’ναι. Εννοώ πως εδώ ο κόσμος χάνεται κι εγώ ασχολούμαι με κοινωνιο-ψυχολογικές αναλύσεις της κακιάς ώρας. Αλλά όχι, δεν είναι αυτό, απλά κάνοντας αυτή την κουβέντα, την οποία σκεφτόμουν κιόλας αργότερα, θυμήθηκα αυτήν. Και ναι ρε φίλε, τι νόημα έχει αν δεν μπορείς να τη χορέψεις την επανάσταση; Τι νόημα έχει αν δεν είναι απελευθερωτική, αν δεν οδηγεί στο να σπάσεις τα βαρίδια της αλλοτρίωσης, του συναισθηματικού μπλοκαρίσματος και των χαλασμένων ανθρώπινων σχέσεων; Ο χόρός; Ναι, ο χορός, το τραγούδι κι ας είναι φάλτσο, το άγγιγμα, το να κάνεις επιπόλαια πράγματα, χωρίς να σε τρώνει μετά οι σκέψεις.
Να μπορείς να κουβεντιάζεις οτιδήποτε, να προτείνεις ad hoc λύσεις και ιδέες και να μην είναι θέμα η απόρριψη. Να μην καταστέλλεται ο ανθρώπινος αυθορμητισμός, πάνω από όλα. Έκανα κι εγώ μια τρέλα πριν από λίγες μέρες. Κατόπιν, μου είπαν κάτι φίλοι πως «δεν είσαι πια 18, δεν είσαι πια φοιτήτρια». Ντάξει, πλάκα έκαναν οι φίλοι, αλλά η ατάκα είναι ψιλογραμμένη στο συλλογικό μας συνείδητο, είναι η αυθόρμητη αντίδραση ή έστω σκέψη, κάθε που βλέπουμε ένα ενήλικο-εργαζόμενο-θαπρεπεσοβαρο άνθρωπο να επιλέγει πράγματα που κοινωνικά θεωρούνται άτοπα, παράλογα ή, δεν ξέρω, ψάχνω να βρω τι λέξη, άκυρα; Μη αποδεκτά; Όχι συνηθισμένα; Αυτό. «Δεν είσαι πια φοιτήτρια». Ε, και;
Ολοένα και πιο συχνά έχω την infamous ευκαιρία να διαπιστώνω πως ο συντηρητισμός ύπουλα έχει χωθεί ακόμα και στα πιο προοδευτικά (με ή χωρίς εισαγωγικά) στοιχεία της κοινωνίας. Τα φίλτρα και τα κόσκινα διυλίζουν τις σκέψεις και τις πράξεις ακόμα κι εκείνων που περνιούνται για [ή αυτοπροσδιορίζονται ως] επαναστικοί τύποι. Οτιδήποτε η κοινωνία -αυτή η κοινωνία που θέλουν να αλλάξουν- θεωρεί exteme, μη αποδεκτό ή παράταιρο, πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους το κριτικάρουν.
Δε γίνεται δουλειά έτσι, συντρόφια. Τσιτάτο, κλισέ, ό,τι θες, αλλά για ρίξε μια ματιά στον καθρέφτη και δοκίμασε να μουτζουρώσεις τις γωνίτσες μικροαστισμού που βλέπεις εκεί.
Γι’αυτούς όλους τους λόγους -και για πολλούς άλλους που μπορείς να βρεις εδώ και εδώ, το Σάββατο να είσαι εδώ:
το άγνωστο, τη βία, την ανασφάλεια, τον διπλανό σου, μη σε κλέψουν, μη σε βιάσουν, μήπως εισβάλλουν στον ιδιωτικό σου χώρο, μήπως παραβιάσουν την ιδιωτικότητα και το εγώ σου, τον άλλο, τους κακούς, την αναταραχή, την απώλεια των υλικών αγαθών,
τον αυθορμητισμό, τις επιθυμίες, τα όνειρα που γίνονται αλήθεια, τα όνειρα που μένουν όνειρα, τους εφιάλτες που σε ξυπνούν τη νύχτα, το μέλλον το ζοφερό, πώς θα ζήσουν τα παιδιά σου, το φάκελο στο γραμματοκιβώτιο που κουβαλά ένα εθνόσημο βαρύ με ιστορία και εισφορές,
τα παιδιά που πετούν πέτρες, την αστυνομία, το μουσικό χαλί στα ρεπορτάζ των «ειδήσεων», τις φωνές τους στα παράθυρα, τις φωνές των από πάνω και τα βήματά τους, το κουδούνι που χτυπά, το τηλέφωνο μες τα μεσάνυχτα, τη σειρήνα του ασθενοφόρου,
τις ανακοινώσεις, τα διαγγέλματα, τα διατάγματα, τα εμβατήρια, τα όπλα, τους σιδηρολοστούς, τις δημόσιες προσευχές, τα δημόσια κατηγορώ, τα χαρτόκουτα που στεγάζουν άστεγους, τα γκράφιτι που βγάζουν κοροϊδευτικά τη γλώσσα στις αξίες και τα ιδανικά,
το διαγώνισμα, την αποβολή, το σκονάκι κάτω από το θρανίο, τους βαθμούς του τριμήνου, τον προϊστάμενο, το διευθυντή σου, το γλυφτράκι που τά’χει καλά με το διευθυντή σου, το λογαριασμό του σούπερ μάρκετ, τι θα πεις στη μαμά σου, πώς να εξηγήσεις αυτό που νιώθεις;
το στομάχι σου που αδειάζει και δένεται κόμπος,
τα ακροδάχτυλα που τρέμουν
και τις κόρες των ματιών που γίνονται σχισμές.
πόσο φοβάσαι αυτό που δεν σε απειλεί και πόσο εμπιστεύεσαι αυτό που -πραγματικά- σε απειλεί;
πόσο καλά γνωρίζεις αυτό που φοβάσαι;
Η σημερινή μέρα είναι αφιερωμένη στο Φόβο. Μπορείτε να βρείτε τις αναρτήσεις των άλλων βλογερες για την ημέρα αυτή εδώ. Παρακαλώ, αν τουητάρετε κείμενα, χρησιμοποιείστε το hashtag #grfear.
«η κυρία Παπαρήγα και η ανεύθυνη τυχοδιωκτική ομάδα γύρω από την ηγεσία του ΚΚΕ θέλουν έναν νεκρό»
=> Η αλήθεια είναι, βέβαια, πως ειδικά το ΚΚΕ δεν φέρει σε καμία περίπτωση την ευθύνη για τους ήδη 3 υπάρχοντες νεκρούς.
«Εχουμε ένα εξωφρενικό κόμμα στην Ελλάδα, που ψηφίζει ακόμη κόσμος. Το πρόγραμμά του είναι να ξαναφτιάξουνε Σοβιετική Ενωση στην Ελλάδα, αυτό δεν είναι εξωφρενικό; Οι άνθρωποι αυτοί είναι τρελοί!»
=> Σύμφωνα, λοιπόν, με τον κ. Πάγκαλο, το 7,54% των ψηφισάντων στις εκλογές του Οκτωβρίου 2009 είναι τρελοί.
«Αν ασχολούμαι με το ΚΚΕ, είναι γιατί είμαι βαθύτατα προβληματισμένος επειδή η κοινωνία μας ανέχεται σε τέτοια έκταση ένα τέτοιο φαινόμενο. Είναι δείγμα καθυστέρησης, πνευματικής και πολιτιστικής, το γεγονός ότι ένα μέρος του κόσμου ψηφίζει αυτό το ολοκληρωτικό κόμμα».
=> Το ίδιο ποσοστό Ελλήνων πολιτών είναι πνευματικά και πολιτιστικά καθυστερημένοι.
=> Το ΚΚΕ, σύμφωνα με τον κ. Πάγκαλο είναι ένα «μη ανεκτό φαινόμενο». Πόσο ανεκτό είναι ένας βουλευτής και υπουργός να καταφέρεται με αυτό τον τρόπο έναντι ενός νόμιμου κόμματος που εκπροσωπεί περίπου το 10% των πολιτών αυτής της χώρας; Το δημοκρατικό πολίτευμα πλήττεται από την ύπαρξη του ΚΚΕ ή από τους πολιτευτές που το χλευάζουν;
«Αν ήταν το κόμμα της κ. Παπαρήγα στην εξουσία, δεν θα είχα το δικαίωμα να κρίνω ελεύθερα το ιστορικό παρελθόν της χώρας στην οποία ζω (…). Η κυρία Παπαρήγα θα μπορούσε να με απολύσει από τη δουλειά μου, να με βάλει φυλακή, να με βάλει στο ψυχιατρείο και ενδεχομένως να με εκτελέσει»
=> Απολύσεις, φυλακίσεις, παράνομες κρατήσεις προφανώς δεν συμβαίνουν στην Ελλάδα σήμερα. Ούτε εγκλεισμοί σε θεραπευτικά ιδρύματα, των οποίων η κατάσταση είναι ζηλευτή, όπως και των σωφρονιστικών καταστημάτων εξάλλου.