[ακολουθεί ένα θρασσύτατο παιχνίδι με τον Καββαδία και ολίγη από Ρίτσο, χαρισμένο σε ξέρουν-αυτοί-ποιοι-ειναι]
Εκεί που νιώσαμε πως γινόμαστε όλοι μαζί ένα, άσχετα από κείνα που μας χωρίζουν και μας τρομάζουν, άσχετα από τα ασήμαντα και τις ασχήμιες. Εκεί που βλέπαμε το φεγγάρι να ζαλίζει τη θάλασσα, λίγο πριν το χάραμα, ανάμεσα στο ασημί, τη ρακή και τον Άσιμο, που όλοι μας ψηλώσαμε λιγάκι και οι σφυγμοί μας γίνανε πιο έντονοι και τα βλέμματα πιο λαμπερά κι ήμασταν όλοι μας όμορφοι. Και δυνατοί.
Γύρω από δυο νότες του Βαμβακάρη και της Λιλιπούπολης, χορεύοντας κυκλωτικούς χορούς, ζώντας ξανά τις στιγμές που μας έφεραν έτσι κι αλλιώς πιο κοντά, κι όλα εκείνα που κουβαλάμε στη συλλογική μας μνήμη, κι ένα σωρό άλλα καινούρια, ανεμίζοντας μια κόκκινη σημαία και παίζοντας τουρτοπόλεμο, και γελώντας. Γλυκόσαυρος και Γοργοπόταμος μαζί. Κι είπαμε όσα δεν είχαμε πει ποτέ, μα τα ξέραμε καλά, και συντελέστηκε κάτι βασικό επειδή πια σχηματίστηκαν σε λέξεις, πήραν σχήμα και ύπαρξη.
Κι όλη η ασχήμια του κόσμου δεν σταματά τη θέληση και την αγάπη μας την ποτισμένη αλκοόλ και φεγγάρι, ίσα ίσα, επειδή υπάρχει η ασχήμια του κόσμου, θέλουμε κι αγαπάμε με αυτό τον τρόπο. Κι όσο θα επιλέγουμε να κάνουμε αυτά τα γλέντια, να τραγουδάμε αυτά τα τραγούδια, να ζούμε αυτές τις στιγμές, πραγματικές και υλικές και να κοιταζόμαστε με αυτό τον τρόπο που δεν ξεγελάει, τόσο αυτός ο κόσμος θα γίνεται σταθερά καλύτερος.
Μη φεύγεις. Πες μου, το’πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο
ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;
Στα κλικ του φακού, στις πλάκες και τις παιδιάστικες ανοησίες που γέμισαν τις μέρες μας, και στις σοβαρές κουβέντες που ανταλλάξαμε, τρεις λέξεις μες το θολωμένο χάραμα, ουσιαστικές αναζητήσεις. Και στο βαρκάκι που έφερε το γύρισμα της ζωής ασπροντυμένο, στα γέλια της γαλαρίας και στο πέρα δώθε της αυγής. Εκεί, χωρίς πολλά πολλά, προετοιμάστηκε κάτι βασικό. Συντελέστηκε κάτι κομβικό.
κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη
Γιατί μετά, απλά όλα ήταν αλλιώτικα. Πιο φωτεινά. Πιο γαλήνια. Πιο σταθερά. Χωρίς καμιά απόφαση να παρθεί, αλλά με όλη την αποφασιστικότητα του κόσμου και με δυο ποτήρια κόκκινο κρασί, γυρίσαμε σελίδα και γεννήθηκε αυτό το καινούριο που δεν προσμέναμε, μα ήταν αναπόδραστο, σαν φυσική συνέχεια του σκότους του παλιού.
Φωτεινές και κατακόκκινες οι καινούριες μέρες που μας προσμένουν, να μας πάρουν από το χέρι και να μας ξεναγήσουν στην πραγματική ζωή, τη με σάρκα και οστά, αυτήν που αποτελεί τη φυσική μας κλίση, όσο κι αν λοξοδρομούσαμε για χρόνια, όσο κι αν επιμείναμε να γκαζώνουμε με χίλια, ντουγρού στα σκοτάδια, είναι πιο δυνατό το κόκκινο φως της ζωής. Στέκεται και μας κοιτά με ένα καλοσυνάτο όσο και ειρωνικό χαμόγελο «χα, το κατάλαβες επιτέλους, πως δε φτουράνε τα δάκρυα, άντε μπρος ξεκίνα να ζεις, μα τι, έχεις ήδη ξεκινήσει».
Μην πεις, δεν χρειάζεται, ξέρω. Ξέρουμε. Μάθαμε πια να ξεχωρίζουμε τους καλούς αναστεναγμούς, θα αγαπήσουμε και την ενηλικίωσή μας, κι ας συνεχίσουμε να κάνουμε χαζομάρες σαν παιδιά, είναι η δικιά μας απάντηση στο γκρι κουστούμι που θέλει να μας φορέσει η πραγματικότητά τους, μα δε θα τους κάνουμε το χατήρι. Το κόκκινο, το φως μας, η πηγή της γαλήνης και της δύναμής μας της πρωτόγνωρης. Είναι απλά ισχυρότερο.
«Άφησέ με νά’ρθω μαζί σου».
Και … χαίρεται και … γεια ! 😀
Τι γίνεσαι ;
Χαθήκαμε …
Λίγο … 😀
όταν ακούω Καββαδία μου’ρχεται να κλάψω. κάθε φορά.
Oι Γάτες των Φορτηγών
Oι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ’ τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.
Tα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι’ αυτούς σα μια γλυκιά γυναίκεια συντροφιά.
Eίναι περήφανη κι οκνή, καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό·
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σ’ ένα αργό και ηδονικό σπασμό.
Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι’ αυτό·
κι όταν αργά και ράθυμα στα μάτια τούς κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.
Tης έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,
για του σιδέρου την κακήν αρρώστια φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να την φυλάξουν απ’ το μαύρο θάνατο μ’ αυτό.
Γιατί είναι τ’ άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο το τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ’ ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.
Λίγο πριν απ’ το θάνατον από τους ναύτες ένας,
―αυτός οπού ‘δε πράματα στη ζήση του φριχτά―
χαϊδεύοντάς την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μέσ’ στη θάλασσα την άγρια την πετά.
Kαι τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.
χωρίς διατυπώσεις το κλέψαμε…
ευχαριστούμε και καλημέρα
Φάρε, ε ναι, εχω χαθεί λίγο γνκ 🙂
Καραγκιοζάκι, «τυφλό κορίτσι σ’οδηγάει, παιδί του Μοντιλιάνι» 🙂
[εγώ δεν κλάιω, αλλα συν-κινουμαι με την ετυμολογική έννοια της λέξης]
spiral, σ’ευχαριστώ πολύ 🙂
[κ κάπως κόλλησε πολύ καλά το συγκεκριμένο με το πνεύμα του ποστ]
dikaex, καλά κάνατε, είναι πολύ προσωπικό το κείμενο, αλλά αν σας είπε τοσα πολλά, καλά κάνατε 🙂
Ζετέμ, πανάθεμά σε…
Παράθεμα: Αριθμοί | Beta Testing the world!