Στις κηδείες δεν κλαίμε για κείνους που έφυγαν. Κλαίμε για εκείνους που έμειναν πίσω, κλαίμε για μας. Βρίσκουμε ευκαιρία να κλάψουμε νομιμοποιημένα, σε τόπο και χρόνο designated για κλάμα και λυγμό, γιατί κατά τ’άλλα δεν επιτρέπεται να κλαίνε οι μεγάλοι, κι ειδικά άμα είναι και άντρες.
Στις κηδείες κλαίμε απενοχοποιημένα για να λυτρωθούμε από όλα μας τα βάρη, όσα κουβαλάμε και μας κάνουν να μοιάζουμε με υποζύγια. Γιατί αυτός ο κόσμος θεωρεί το κλάμα ένδειξη αδυναμίας, κακό, το ξορκίζει. Αυτός ο κόσμος θεοποιεί τη δύναμη, οικτίρει τους αδύναμους.
Στις κηδείες, βρίσκουμε ευκαιρία να κλείσουμε ανοιχτους λογαριασμούς, να ποτίσουμε κακοφορμισμένες πληγές, μπας και γιάνουν. Άλλοτε πιάνει, άλλοτε όχι, δεν υπάρχει εξάλλου ενδεδειγμένη θεραπεία. Τουλάχιστον πατάμε τη βαλβίδα αποσυμπίεσης για λίγο, ξεφυσάμε σαν χύτρες και κάνουμε χώρο για να μαζέψουμε κι άλλα.
Στις κηδείες, λέμε σ’αυτόν που αποχαιρετάμε «γιατί έφυγες;», εννοώντας «γιατί μ’άφησες;». Κι είναι σα να το λέμε σε αυτόν και σε όλους εκείνους που μας έχουν αφήσει κατά καιρούς. Κι απάντηση φυσικά δεν παίρνουμε ποτέ. Ίσως γιατί ποτέ δε μας περνά από το μυαλό ότι , αυτός που φεύγει, δεν φεύγει για να μας αφήσει, δεν το κάνει εναντίον μας, αλλά επειδή επιλέγει να πάει κάπου αλλού.
Στις κηδείες, αποχαιρετάμε ένα κομμάτι από τον εαυτό μας. Δύσκολοι αποχαιρετισμοί, όσο κι αναγκαίοι. Στις κηδείες σκεφτόμαστε όσο πιο εγωιστικά γίνεται, σκεφτόμαστε και τον επικείμενο δικό μας θάνατο, κάνουμε ταμείο για τις απώλειες κάθε είδους. Δεν αποχαιρετάμε το αγαπημένο πρόσωπο που έφυγε. Αποχαιρετάμε κομμάτια δικά μας, στιγμές, το παρελθόν. Ανεβαίνουμε μερικά σκαλοπάτια παραπάνω. Και ζούμε λιγάκι μερικές στιγμές λύτρωσης, νικάμε λιγάκι τον φόβο.
Στις κηδείες, παραδεχόμαστε εξ ανάγκης την θνητότητα, πως είμαστε ευάλωτοι, μικροί και αδύναμοι. Κι αυτό μας πονάει πολύ. Και συνάμα, μας ενηλικιώνει. Δεν υπάρχει εξέλιξη χωρίς πόνο. Και δεν υπάρχει εξέλιξη χωρίς δάκρυ.
Κι αν μοιάζει ο κόσμος να μετατρέπεται σε μια ατέρμονη τελετή αποχαιρετισμού, να θυμόμαστε πως ο κύκλος της ζωής είναι από χώμα σε χώμα, από άνθρακα σε άνθρακα, από στάχτη σε στάχτη. Και πως εκείνο που έχει σημασία είναι αυτό συμβαίνει ανάμεσα στα δύο αυτά «από». Και πως το κλάμα τελικά, ομορφαίνει μάτια και πρόσωπα. Το κλάμα είναι απόδειξη πως είμαστε ζωντανοί.
Στις κηδείες επίσης ισοπεδώνει, ακόμα «δικαιώνει» τους πάντες ο θάνατος.
Reblogged this on Οξύ.
Δε φοβάμαι πια τις κηδείες.Για κάποιο λόγο μού είναι πολύ οικείο το περιβάλλον ενός νεκροταφείου.Αλλά δε μπορώ να κλάψω,πάνε χρόνια που δε μου έρχεται ούτε ένα δάκρυ.
Καλημέρα Κροτ,
Χάθηκα…
Από τις τρείς τελευταίες σου αναρτήσεις μ’ άγγιξε ο «Κύκλος».
¨ομως θα μπορούσα να αναδημοσιεύσω στο dikaex.blogspot.gr το «¨Ενας είναι δρόμος» ;
..και για να με θυμηθείς..πριν καιρό είχα αναδημοσιεύσει στο e-Apenanti το «τπτ»
Τί έγινε;
Οι κηδείες είναι για τους ζωντανούς.
Καλησπέρα παιδιά.
Θανάση φυσικά και μπορείς να αναδημοσιεύσεις ό,τι θέλεις, σύμφωνα με το disclaimer που βλεπεις εδω πιο πάνω 🙂
island, τπτ σπουδαιο. εξ αφορμης.
Κι αν δεις πεθαμένο στον ύπνο σου, λέει, θα δεις κάποιον που είχες να δεις καιρό.
Χαιρετώ μετά από δύο καλοκαίρια και ενάμιση χειμώνα.
Καλή χρονιά, Παρτιζάνα, και να είμαστε καλά και πάντα υγεία και χαρές 🙂
Παράθεμα: να μην τα παίρνουμε πολύ στα σοβαρά | Кроткая
Παράθεμα: απώλειες | Кроткая
Παράθεμα: ήταν πολύ νωρίς | Кроткая