Είναι μάλλον η πρώτη φορά που η πλούσια παραγωγή του ερασιτεχνικού θεάτρου της ελληνικής κοινότητας των Βρυξελλών παρουσιάζει κάτι τόσο αξιόλογο. Το έργο είναι μάλλον αρκετά γνωστό ήδη και η συγγραφέας επίσης. Αξίζει όμως να σημειωθούν δυο λόγια.

Η Λούλα Αναγνωστάκη είναι από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου και τα έργα της είχαν την τύχη να παρουσιαστούν από το Θέατρο Τέχνης. Πηγή της έμπνευσής της και μαγιά της δημιουργίας είναι η σύγχρονη ελληνική μεταπολεμική πραγματικότητα. Ένα τοπίο μάλλον όχι ιδιαίτερα αισιόδοξο και υποσχόμενο. Η διάχυτη μελαγχολία και απαισιοδοξία, όμως, δεν οδηγούν σε ένα μάταιο σοφιστικέ λόγο. Είναι απλά στοιχεία περιγραφικά. Η πίστη στην αναπαράσταση της πραγματικότητας και η ειλικρινής απόδοσή της χαράσσουν το περίγραμμα και καθιστούν τη γραφή της προσιτή σε όλους και ελκυστική. Παράλληλα, δεν επικεντρώνεται στην πολιτική διάσταση -όπως συχνά συμβαίνει με τους μεταπολεμικούς συγγραφείς. Όσο και αν το πολιτικό στοιχείο είναι πανταχού παρόν, αποτελεί ένα μόνο άξονα, ο οποίος εξελίσσεται παράλληλα με την κοινωνία, τα έθιμα, τις παραδόσεις και το αξιακό σύστημα. Αυτός είναι ο δεύτερος λόγος που καθιστά το έργο της άμεσο.

«Η Κασέτα» διαδραματίζεται στην Αθήνα, στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Η Χούντα και οι πληγές της μεταπολεμικής περιόδου είναι νωπές, τα «χρωματιστά καφενεία» είναι πραγματικότητα και οι παλινοστούντες αρχίζουν να επιστρέφουν από την Τασκένδη. Παράλληλα, συνυπάρχει το γήπεδο, τα ναρκωτικά, η διαρκώς αυξανόμενη αστυφιλία. Όλα αυτά συνθέτουν το γενικότερο τοπίο, στα πλαίσια του οποίου υπάρχουν δυο οικογένειες των οποίων οι πορείες είναι άρρηκτα και ψυχαναγκαστικά συνδεδεμένες. Οκτώ πρόσωπα που φυτοζωούν κάνοντας όσα πρέπει και όχι όσα ονειρεύτηκαν. Ένα τυχαίο και φαινομενικά άσχετο γεγονός (η αποπειρα δολοφονίας του Πάπα στο Βατικανό) έρχεται να λειτουργήσει σαν θρυαλλίδα -ή καλύτερα, ως αφορμή- για να δωθεί η λύση στο δράμα. Μόνο που η λύση αυτή δεν επιλύει τα αδιέξοδα.

Το ενδιαφέρον στοιχείο της παράστασης που είδαμε στο Bozar είναι το γεγονός πως, αν και από ερασιτεχνικό θίασο, ήταν απόλυτα επαγγελματική: σκηνοθεσία, ηθοποιοί, σκηνικά, κοστούμια, μακιγιάζ και μουσική επένδυση δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από μια επαγγελματική -και πλουσιοπάροχα χρηματοδοτημένη- παράσταση. Το (αρρωστημένο) κλίμα της σεμνοτυφίας και του ψυχαναγκασμού, το σκληρό πλέγμα των διαπροσωπικών σχέσεων και της κυριαρχίας των οικογενειακών δεσμών, η αίσθηση αποσύνθεσης των πρώτων χρόνων μετά τη μεταπολίτευση, όλα αυτά αποδόθηκαν εξαιρετικά.

Ένα πολύ ενδιαφέρον ψυχογράφημα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας και οικογένειας, υπό το πρίσμα των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων των τελευταίων πενήντα χρόνων -ένα πάρα πολύ καλό κείμενο που αποδόθηκε άψογα τόσο ερμηνευτικά όσο και σκηνοθετικά.

Τελευταία παράσταση: 14 Δεκεμβρίου. Προλαβαίνετε.