cover1.jpg

Ο Βασίλης Νικολαΐδης είναι τραγουδοποιός. Εργάζεται ως δικηγόρος. Πρωτοεμφανίστηκε στην ευρύτερη ελληνική μουσική σκηνή, το 1981 στους Αγώνες Τραγουδιού που διοργάνωσε ο Μάνος Χατζιδάκις. Τα τραγούδια του «Οδός Σανταρόζα» και «Δωμάτιο Χρωματιστό» ξεχώρισαν και βραβεύθηκαν.Έχει κυκλοφορήσει προσωπικούς δίσκους (μουσική, στίχοι και ερμηνεία). Συμμετείχε επίσης στιχουργικά και ερμηνευτικά σε δίσκους των «Χάνομαι γιατί Ρεμβάζω». Έγραψε τους στίχους του δίσκου «Το νησί των λωτοφάγων» (1990) σε μουσική του Στάμου Σέμση και ερμηνεία της Έλλης Πασπαλά.Πήγε στην Ρουάντα ως εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. Κατέγραψε τα όσα έζησε εκεί στο βιβλίο του «Μπαζουνγκού, ένα οδοιπορικό στη Ρουάντα (Μάρτιος-Ιούνιος 1995)».

Προσωπική δισκογραφία

  • Οδός Σανταρόζα (Μάης 1982, Minos)
  • Ελλάς (Απρίλης 1984, Minos)
  • Η νύχτα ήταν πάλι κάπου αλλού (Νοέμβριος 1989, Σείριος)
  • Ατασθαλίες (1993, Lyra)

Αυτά μας λέει η Wiki. O Πίκος Απίκος μας λέει και αυτά, πιο ειδικά για το παρακάτω αγαπημένο τραγούδι (στο λινκ μπορείτε και να το ακούσετε, με τη φωνή του Πίκου -εικάζω, γιατί δεν είναι η φωνή του Νικολαΐδη):

Οδός Σανταρόζα

Δεν είν’ από επάγγελμα, δεν είν’ αυτός ο λόγος
Που πάω και στριμώχνομαι στο κακουργοδικείο
Δεν είμαι κάνας διάσημος δα ποινικολόγος
Καλά – καλά δεν πρόλαβα να πάρω και πτυχίο.
Χωρίς να το πολυσκεφτώ τρέχω στην κάθε δίκη
Κι η τρίχα μου σηκώνεται στη θέα του φονιά
Όχι από λύπη ή ανθρωπιά μα με γεμίζει φρίκη
Και σπρώχνω ψιθυρίζοντας «μια θέση ρε παιδιά !»
Αν έχεις σαν κι εμένανε απάνθρωπη καρδιά
που γουστάρει πτώματα και δικηγόρου πρόζα
Να σου πω που βρίσκεται Σταδίου και γωνιά
Εκείνο το ερείπιο της οδού Σανταρόζα
Με συγκινούν οι συγγενείς που κλαίνε στους διαδρόμους
Κι η αδρεναλίνη μ’ανεβάζει τους σφυγμούς
Σα βλέπω αυτόν τον άθλιο κοντά στους αστυνόμους
Να σπαρταράει σαν ψάρι απ’τους λυγμούς !
Μου φαίνεται όμως κάποτε η μέρα πως θα ‘ρθεί
Που θ’απονεμηθεί στον κόσμο η Θεία Δίκη
Εμένα θα δικάζουνε, Πολιτική Αγωγή
Θα είναι όσοι κοίταζα με φρίκη
Οι λωποδύτες, μαστροποί, προπάντων οι φονιάδες
θα τρέχουν συνωθούμενοι όλοι για να με δουν »
Αυτός όταν μας δίκαζαν μας έφτιαχνε καντάδες »
και δαχτυλοδειχτούμενο θα με περιφρονούν.
Αν έχεις σαν κι εμένανε απάνθρωπη καρδιά
Και κομμάτι διαστροφή στο σάπιο σου κρανίο
Να σου κρατήσω ρεζερβέ κι εσένα μια γωνιά
Να δεις τα όσα γίνονται στο Κακουργοδικείο.

Ο Νικολαΐδης, όμως έχει γράψει άλλο ένα αγαπημένο τραγουδάκι, το εξής:

Η ιστορία της Μαρίας

Σαν πρώιμο σταφύλι η Μαρία
πριν πατήσει ακόμα καν τα δέκα τρία
τους άντρες έκανε τυφλά να την ποθούν,
σαν τα μυγάκια που πετούν γύρω απ’τη φλόγα
όταν αντίκριζαν την ροδαλή της ρώγα
γύρω της τρέχανε για να τσουρουφλιστούν.
Κατεβαίνει απ’το χωρίο της στην Αθήνα
Γερμανοί παντού και λύσσαξε στην πείνα
-τι άλλο θα βρω για να σας πω ένα παραμύθι;-
λόγω πείνας της αμβλύνθηκαν τα ήθη
στην Αθήνα της Μαρίας η ομορφιά
ξεπουλήθηκε στη μαύρη αγορά
ένας δοσίλογος την έχει ερωτευτεί
κι αυτή του δίνεται χωρίς να το σκεφτεί.
Μία μέρα ένας άντρας την πλευρίζει
«Κακοκοίρα μου» στ’αυτί της ψιθυρίζει
«Μ’αυτόν που είσαι το κεφάλι σου θα φας,
γυρεύοντας, κοπέλα μου, το πας».
Σηκώθηκε ένα βράδυ απ’το κρεβάτι
«Προς νερού μου», λέει «πάω» στο συνεργάτη.
Βιαζότανε αυτός να την πηδήσει
μα τον πείθει πως αμέσως θα γυρίσει.
Από κάτω περιμέναν οπλισμένοι
δυο της ΟΠΛΑ και στο Κόμμα οργανωμένοι
τους ανοίγει, ανεβαίνουνε επάνω
και σκοτώνουν στο κρεβάτι το ρουφιάνο.
Φχαριστήθηκε ο κοσμάκης, κι η Μαρία
Άστε ντούε βγήκε στην παρανομία
μα την ψάχνανε παντού οι Γερμανοί.
Φεύγει εκείνη στο βουνό, για να κρυφτεί.
Με αντάρτες στο βουνό κάνει παρέα.
Γνωρίζει κάποιον ονόματι Αντρέα.
Τα γένια του μυρίζανε θυμάρι,
μαυροσκούφης ήτανε του Άρη.
Της υπόσχεται, μόλις λευτερωθούνε,
με το καλό θα ήθελε να παντρευτούνε.
Εδώ μπαίναν στην Αθήνα οι Εγγλέζοι,
δός του εκείνος για παντρειά να την πιέζει.
Κάποιος βρέθηκε να την διαφωτίσει,
ο Φώτης και τα μάτια της ν’ανοίξει.
Ο Αντρέας ήταν, λέει, τροτσκιστής,
«γι’αυτό δεν πρέπει να τον ξαναδείς».
Του χώσανε, λοιπόν, μία παγίδα,
του αντάρτη, κι αν τον είδατε, τον είδα.
Πάει τον έφαγε το μαύρο το σκοτάδι
κατά διαταγήν του Ζαχαριάδη.
Και μια νύχτα σκοτεινή πάνω στο Γράμμο,
ο Φώτης τη ζήτησε σε γάμο.
Ο Φώτης βρέθηκε μετά στη Βουλγαρία
κι αυτή να σέρνεται μες στα στρατοδικεία.
Ο Επίτροπος ζητά την εσχάτη των ποινών
μα επεμβαίνει ευτυχώς κάποιος γιος εφοπλιστών.
Την είχε δει σε μιαν εφημερίδα.
«Την ερωτεύτηκα, μπαμπά» του λέει «μόλις την είδα.

Κι όταν σκότωσαν το Νίκο Μπελογιάννη,
στη Μητρόπολη γινήκανε οι γάμοι,
ο φάκελός της σαν σκιά εξαφανίστηκε,
σε κολυμπήθρα εθνική ξαναβαφτίστηκε.
Από τότε κολυμπάει στα πλούτη μέσα,
η Μαρία είναι τώρα ναυρχέσσα.
Έχουν δίκιο της ζωής οι βετεράνοι:
Στόλους σέρνει, άμα θέλει, το φουστάνι

Έχουν δίκιο όταν λένε οι παλιοί:
Στόλους σέρνει, άμα θέλει,….

(δε λέμε βρομόλογα εδώ μέσα! 🙂 )

Το πρώτο, το έχω συχνά αφιερώσει στους δικηγόρους φίλους μου. 🙂

Και τα δύο τα βρίσκω πανέξυπνα.

Πού να βρίσκεται άραγε ο Νικολαΐδης και γιατί δεν τραγουδάει πια;

UPDATE

Εδώ μπορείτε να βρείτε ένα οδοιπορικό για την αποστολή στη Ρουάντα, γραμμένο από τον ίδιο. 

Κατόπιν καθολικής απαιτήσεως του κοινού (!), ιδού και έτερο αγαπημένο τραγουδάκι του Βασίλη Νικολαΐδη:

Χάρη στην Όλυφ, εδώ μπορείτε να δείτε την καινούρια εκτέλεση, αλλά καμία σχέση με την πρωτότυπη. Συνεχίζουμε τις έρευνές μας, πάντως!

Το σαλάμι

Μ’ άφησες μόνο, ο διάολος να πάρει τη μοίρα μου
θα σ’ είχα σφάξει αν ήταν του χαρακτήρα μου
Μ’ ένα σαλάμι αφημένο καιρό στο ψυγείο
είπα λοιπόν κι εγώ να σου κάνω ένα αστείο

Και πήρα τους μπάτσους αμέσως και του τηλεφώνησα
και παγωμένα τους είπα πως σε δολοφόνησα
στην μηχανή του κιμά είπα σ’ είχα λιανίσει
και ένα σαλάμι με σένα πως είχα γεμίσει

Και ήρθαν στο σπίτι αμέσως για να με πιάσουνε
και στα μπαλκόνια βγήκανε για να δικάσουνε
Πω πω να δεις το αίμα του πλήθους παγώνει
μ’ ένα σαλάμι που παίρνουνε σ’ ένα σεντόνι

Και πλάκα να δεις να γράφει ο τύπος διάφορα
και ν’ απορώ κοίτα ρε πως τα κατάφερα
για να σε κάνω κοντά μου ξανά να γυρίσεις
στ’ αλλαντικά να κοπούν εντελώς οι πωλήσεις

Και πλάκες επίσης γινήκαν στην αναπαράσταση
που μου τη βαράει κι αρχίζω κι εγώ την παράσταση
τους δείχνω να φέτες κόβω απ’ το σαλαμάκι
και τους ρωτάω αν έχει κανένα ουζάκι

Που λες τους την δίνει να θέλουνε να με λιντσάρουνε
και για μια πλάκα την κεφαλή να μου πάρουνε
Κάπου εδώ μωρό μου τα αστεία τελειώνουν
προφυλακιστέο με βγάζουν και μέσα με χώνουν

Και λέω την αλήθεια και τώρα πια δεν με πιστεύουνε
τρελοί και γιατροί μες’ το Δαφνί μ’ αποφεύγουνε
και περιμένω μωρό μου να ‘ρθείς να τους πεις }
πως είσαι καλά δεν είσαι σαλάμι και ζεις }