_miss_you__by_cisya.jpg  

Στην πρώτη μου επίσκεψη στο Άμστερνταμ, πριν από 6 χρόνια, είχα αγοράσει ένα μπλουζάκι που έγραφε: «Sometimes, I am an angel, sometimes I am a devil, but most of the times I am just myslef». Το μπλουζάκι δεν ήταν πολύ καλής ποιότητας και σύντομα ξεχείλωσε, με αποτέλεσμα να παραμείνει θαμμένο στον πάτο του ντουλαπιού μου, και πλέον να το φοράω μόνο μέσα στο σπίτι ή στην παραλία.

Το αποτυπωμένο σλογκανάκι όμως, αν και πιασάρικο και σκέτη κοινοτυπία, έμεινε μες το κεφάλι μου και το θυμάμαι συχνά. Αυτές τις μέρες, το ξαναθυμήθηκα με αφορμή αυτό το Φραμπουάζειο ποστ, αλλά και τον διάλογο που παρακολούθησα σε ετούτο το ποστ της Ντόλυ. Και αυτό, γιατί μέσα στο κεφάλι μου το αγγελάκι και το διαβολάκι τσακώθηκαν χοντρά σχετικά με το ποιο είναι το σωστό στις περιπτώσεις που περιγράφονται ή υπονοούνται σε αυτά τα κείμενα.

Ας μην κρύβομαι. Έχω λάβει μια αρκετά συντηρητική ανατροφή σε ό,τι αφορά στις ανθρώπινες σχέσεις, και το γεγονός πως εδώ και δύο χρόνια συγκατοικώ «αστεφάνωτη» με τον καλό μου, αποτελεί ένα άλμα προόδου και ανεκτικότητας για τους γονείς μου. Πολλά από όσα έχω κάνει στην προσωπική μου ζωή έρχονται σε ευθεία ρήξη με την παιδεία που έλαβα τόσο από το σπίτι μου, όσο και από το υπερσυντηρητικό σχολείο μου. [Εννοείται πως το σπίτι δεν έχει λάβει γνώση ούτε για το ένα τρίτο από αυτά.] Και τούτο, γιατί μεγαλώνοντας, μολονότι έχω συχνά κατηγορηθεί για το απόλυτο του χαρακτήρα και του σθένους με το οποίο υποστηρίζω τις απόψεις μου, πήρα μια σοφή επιλογή. Παρατηρούσα όσα συνέβαιναν γύρω μου, και προσπαθούσα να τα κρίνω, να τα αποδεχτώ ή να τα απορρίψω, τηρώντας μια απόσταση από την παιδεία μου -όσο αυτό είναι εφικτό. Καθότι βέβαια, πολλές από τις αρχές που παίρνουμε στην παιδική μας ηλικίας εγγράφονται με ανεξίτηλη μελάνη, όχι απλά στο μυαλό, αλλά στην ψυχή και στα γονίδιά μας, συχνά ήταν τιτάνιος ο αγώνας που έδινα με την «συνείδησή» μου για να αναγνωρίσω ότι ορισμένα πράγματα που στην μαμά μου ή στην διευθύντρια του σχολείου μου θα φάνταζαν τουλάχιστον αιτία για να καεί κανείς στα φλογερά καζάνια της κολάσεως εις το διηνεκές, ήταν όχι απλώς αποδεκτά, αλλά και λογικά -ως και σύμφυτα με την ανθρώπινη φύση.

Θυμήθηκα λοιπόν το εξής περιστατικό. Πρέπει να συνέβη περί τα δέκα επτά χρόνια πριν, ίσως και ακόμα περισσότερα, όταν ήμουν στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού. Μια μέρα λάβαμε στο σπίτι μας ένα προσκλητήριο γάμου. Ένας μακρινός ξάδερφος του πατέρα μου ήταν που παντρευόταν. Ο ξάδερφος αυτός ήταν μεγαλούτσικος και επρόκειτο για τον πρώτο του γάμο, ο οποίος έσκασε σαν βόμβα στην μικρή οικογενειακή μας κοινότητα. Και αυτό, όχι τόσο γιατί ο ξάδερφος είχε πλέον για τα καλά πατημένα τα σαράντα -και άρα όλη η οικογένεια του είχε ήδη ετοιμάσει και καλοξεσκονίσει το ράφι του και τον είχε εναποθέσει εκεί χωρίς ο ίδιος φυσικά να ερωτηθει. Η βόμβα ήταν η μέλλουσα ξαδέρφη και εκλεκτή της καρδιάς του ξαδερφου: ήταν μόλις 19 χρονών. Ο γάμος δύο ανθρώπων που η διαφορά ηλικίας ανάμεσά τους, ήταν πάνω από 20 χρόνια, αποτελούσε ένα μικρό σκάνδαλο. Και ίσως όχι και τόσο μικρό.

Την ορισμένη ημερομηνία, η μαμά μου μου φόρεσε το καλό μου κόκκινο φουστανάκι, μου έκανε τα μαλλιά κοτσίδια -που τότε δεν πολυσυμπαθούσα-,μου φόρεσε τον χρυσό μου σταυρό (σαν μεγαλόσταυρος ήταν -έλεος!) και, οικογενειακώς και με χαμόγελα, αρριβάραμε στην εκκλησία. Διαισθητικά, αντιλήφθηκα μια παγωμάρα στην ατμόσφαιρα, πίσω από τα γέλια και τις ευχές. Οι κουτσομπόλες του σογιού είχαν στήσει χορό και αντάλλασσαν απόψεις περί των dessous του σκανδαλώδους γάμου. Κάποιοι έλεγαν πως ο ξάδερφος ξεμωράθηκε, άλλοι πως η νύφη τον τύλιξε επειδή ο ξάδερφος είχε το κομποδεματάκι του, κάποιο αποκαλούσαν τον ξάδερφο «άτυχο» και «θύμα», μερικοί χαρακτήριζαν την νύφη με επίθετα και ουσιαστικά που η αγωγή μου δεν μου επιτρέπει να επαναλάβω εδώ. Τα θυμάμαι όλα πάρα πολύ καλά, γιατί είχα εντυπωσιαστεί και γιατί η μαμά μου δεν κατάφερνε να μου βουλώσει τα αυτιά, να μην ακούω, όσο κι αν έκανε πως τάχα μου χάιδευε στο κεφάλι.

Εγώ, με το μικρό μου μυαλό, παρατηρούσα τους μελλόνυμφους. Ο ξάδερφος, πολύ καλοστεκούμενος για τα σαραντά κάτι του χρόνια χαμογελούσε καλοκάγαθα, σαν να μην αντιλαμβανόταν τα όσα διαμείβονταν, ούτε καν πίσω από την πλάτη του, αλλά μες τη μούρη του. Η νυφη από την άλλη, ήταν πανέμορφη -ποια νύφη δέκα εννιά χρονών δεν θα ήταν πανέμορφη άλλωστε;-, έλαμπε κυριολεκτικά, και στα δικά μου μάτια, κοιτούσε τον μέλλοντα σύζυγό της με λατρεία. Ούτε καν τον ξενύχιασε, όταν ακούστηκε το «η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα», και όλο το σόι χαρακτήρισε το γεγονός ως μέγιστη υποκρισία.

Δεν ξανάκουσα για το ζευγάρι αυτό μετά τον γάμο τους, παρά μόνο λίγα χρόνια πριν. Ο ξάδερφος τηλεφώνησε στον πατέρα μου, με την ευκαιρία κάποιας γιορτής και έτσι μάθαμε πως η μητέρα του έψηνε το ψάρι στα χείλη στη νύφη, σε τέτοιο βαθμό, που το ζευγάρι αποφάσισε να μετακομίσει σε κάποιο νησί -της άγονης γραμμής υποθέτω-, για να μην συγχρωτίζεται με το σόι παρά μόνο ελάχιστες φορές τον χρόνο. Το ζευγάρι ζούσε ευτυχισμένο, με δυο παιδάκια και ήταν όλοι τους πολύ πολύ καλά, σε πείσμα των κουτσομπολιών που ήθελαν να προκύψει διαζύγιο μες την πρώτη πενταετία.

Τα ξαναθυμήθηκα όλα αυτά, με αφορμή τα κείμενα που ανέφερα στην αρχή. Ξαναθυμήθηκα και ένα δικό μου amour impossible που το έζησα πριν από επτά χρόνια. Συνειδητοποίησα, λοιπόν, πως αν η αγάπη είναι αγνή, άδολη και ισχυρή, και όταν τα δύο «συμβαλλόμενα μέρη» είναι αποφασισμένα, κανένα, μα κανένα εμπόδιο δεν μπορεί να είναι ανυπέρβλητο. Όπως κι αν ονομάζεται αυτό: οικογένεια, διαφορά ηλικίας, τρίτο πρόσωπο (ακόμα και αν αυτό είναι το ένα από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, αν με εννοείτε). Η μεγάλη διαφορά ηλικίας, η ύπαρξη ενός τρίτου προσώπου (σε όποια θέση και αν βρίσκεται αυτό), η απόσταση, η διαφορά κοινωνικής τάξης ή οικονομικής κατάστασης είναι σοβαρότατες δυσκολίες -αλλά αντιμετωπίσιμες, αν οι άνθρωποι είναι αρκετά πεισματάρηδες και αν αγαπούν αρκετά. Προσοχή: όχι αν είναι αρκετά ερωτευμένοι – αν αγαπούν αρκετά.

Ξέρω τον αντίλογο. Άλλοι θα πουν πως είμαι μικρή και δεν ξέρω από δυσκολίες αντικειμενικές (χα! έχω να πω!), και άλλοι πως διαβάζω πολλά ρομαντικά μυθιστορήματα. Θα πω μόνο, πως για πολλά χρόνια, έπαιρνα το λάθος αεροπλάνο και κυνήγησα αυτό που ήθελα, σε πείσμα ενός αμείλικτου εμποδίου: της γεωγραφικής απόστασης.

Πιστεύω πλέον, ακράδαντα, πως ένας και μόνο είναι ο αληθινός εχθρός που καλείται να αντιμετωπίσει η αγάπη: η καθημερινότητα και η ρουτίνα. Και αυτός δεν είναι ένας εχθρός που αντιμετωπίζεται με μία ή μερικές κρίσιμες μάχες: είναι εχθρός που απαιτεί καθημερινή επαγρύπνιση και αγώνα.

Τα ίδια όπλα δηλαδή που χρειαζόμαστε και για να ζήσουμε.

_______________________________________________

Ακούμε Una musica brutal των Gotan Project 

Βλέπουμε Miss you της Cisya

Ο τίτλος του ποστ είναι δανεισμένος από το τραγούδι της Αφροδίτης Μάνου Φθινοπωρινός σκύλος.